Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+σφαίρα

  • 1 küre

    σφαίρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > küre

  • 2 mermi

    σφαίρα (όπλου), (top, roket) Οβίδα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mermi

  • 3 bullet

    σφαίρα

    English-Greek new dictionary > bullet

  • 4 пуля

    пу́л||я
    ж ἡ σφαίρα, τό βόλι:
    трассирующая \пуля ἡ τροχιοδεικτική σφαίρα· шальная \пуля ἡ ἀδέσποτη σφαίρα· ◊ вылететь \пуляей φεύγω σά σφαίρα· отливать (лить) \пулян λεγω παραμύθια, λεγω ψέμ-ματα.

    Русско-новогреческий словарь > пуля

  • 5 пуля

    θ.
    σφαίρα (όπλου), βολίδα, βόλι•

    пораженный -ей χτυπημένος με σφαίρα•

    пуля смелого не бойтся παρμ. η σφαίρα τον παλικαρά δεν τον φοβάται, μη κάνεις τον παλικαρά στη σφαίρα.

    εκφρ.
    отливать (лить) -и – (απλ.) καυχιέμαι, καυχησιολογώ, αραδιάζω ψέματα.

    Большой русско-греческий словарь > пуля

  • 6 простреливать

    простреливать
    несов
    1. διατρυπώ μέ σφαίρα:
    \простреливать руку διατρυπώ μέ σφαίρα τό χέρι, τραυματίζομαι ἀπό σφαίρα στό χέρι·
    2. воен. πυροβολώ, βάλλω μέ πυρά:
    \простреливать ущелье βάλλω κατά τής χαράδρας.

    Русско-новогреческий словарь > простреливать

  • 7 сфера

    сфер||а
    ж в разн. знач. ἡ σφαίρα/ ὁ κύκλος (окружение, среда):
    \сфера деятельности ἡ σφαίρα δράσεως· \сфера обслу́жи-вания ὁ τομέας ἐξυπηρέτησης τοῦ πλη-θυσμοδ· \сфера влияния полит ἡ σφαίρα ἐιτιρροής· высшие \сфераы οἱ ἀνώτεροι κύκλοι· быть в своей \сферае εἶμαι στον κύκλο μου.

    Русско-новогреческий словарь > сфера

  • 8 сфера

    θ.
    1. σφαίρα•

    земная сфера η γήινη σφαίρα.

    2. έκταση•

    сфера действие артиллерйй-ского огня ακτίνα δράσης των βλημάτων πυροβολικού.

    3. τομέας.
    4. κύκλος, περιβάλλον•

    высшая сфера οι ανώτεροι κοινωνικοί κύκλοι.

    5. μτφ. έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας, επίδρασης.
    εκφρ.
    сфера влияния – (πολιτ.) σφαίρα επιρροής.

    Большой русско-греческий словарь > сфера

  • 9 сфера

    1. (о земном шаре, небесном своде) η σφαίρα 2. мат. η σφαίρα 3. (предел действия, распространения чего-л., область чего-л.) о τομέας, η έκταση 4. (окружение, среда, обстановка) о κύκλος
    το περιβάλλον
    5. -ы (круг лиц, объединённых общностью положения, знаний и т.п.) οι κύκλοι (πλ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сфера

  • 10 глобус

    глобус м η γήινη σφαίρα
    * * *
    м
    η γήινη σφαίρα

    Русско-греческий словарь > глобус

  • 11 земной

    земной γήινος \земной шар η γήινη (или υδρόγειο) σφαίρα
    * * *

    земно́й шар — η γήινη ( или υδρόγειο) σφαίρα

    Русско-греческий словарь > земной

  • 12 пуля

    пуля ж η σφαίρα (όπλου), το βόλι
    * * *
    ж
    η σφαίρα (όπλου), το βόλι

    Русско-греческий словарь > пуля

  • 13 сфера

    сфера ж η σφαίρα; ο κύκλος (окружение)
    * * *
    ж
    η σφαίρα; ο κύκλος ( окружение)

    Русско-греческий словарь > сфера

  • 14 толкать

    толкать, толкнуть σκοντώ, σπρώχνω; \толкать ядро спорт. ρίχνω τη σφαίρα
    * * *
    = толкнуть
    σκοντώ, σπρώχνω

    толка́ть ядро́ — спорт. ρίχνω τη σφαίρα

    Русско-греческий словарь > толкать

  • 15 шар

    шар м η σφαίρα
    * * *
    м
    η σφαίρα

    Русско-греческий словарь > шар

  • 16 ядро

    ядро с 1) ο πυρήνας; το κουκούτσι (плодов ) 2) спорт, η σφαίρα; толкание \ядроа η σφαιροβολία
    * * *
    с
    1) ο πυρήνας; το κουκούτσι ( плодов)
    2) спорт. η σφαίρα

    толка́ние ядра́ — η σφαιροβολία

    Русско-греческий словарь > ядро

  • 17 глобус

    глобус
    м ἡ γἤίνη σφαίρα, ἡ ὑδρόγειος σφαίρα.

    Русско-новогреческий словарь > глобус

  • 18 шар

    шар
    м ἡ σφαίρα/ геом. ὁ γλόμπος:
    бильярдный \шар ἡ μπίλια τοδ μπιλλιάρ-δου· земной \шар ἡ γήινη σφαίρα· возду́ш-ный \шар τό ἀερόστατο[ν]· ◊ хоть \шаро́м покати ἐντελώς ἄδειος.

    Русско-новогреческий словарь > шар

  • 19 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 20 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

См. также в других словарях:

  • σφαῖρα — ball fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… …   Dictionary of Greek

  • σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»