Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+στροφή

  • 1 поворот

    поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή
    * * *
    м
    1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο
    2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφή

    пра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή

    на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου

    3) перен. η αλλαγή, η καμπή

    Русско-греческий словарь > поворот

  • 2 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 3 поворот

    поворот
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·
    2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·
    3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:
    \поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή.

    Русско-новогреческий словарь > поворот

  • 4 свёртывание

    ουδ.
    1. περιτύλιξη. || συστολή, μάζευμα.
    2. στρίψιμο, συστροφή.
    3. σύμπτυξη, περιστολή• μείωση.
    4. κατάργηση προσωρινή. || στρίψιμο, κόψιμο (συντόμευση οδού).
    5. στροφή, αλλαγί (της κουβέντας κ.τ.τ.).
    6. στροφή•

    свёртывание головы στροφή του κεφαλιού.

    7. εξάρθρωση, στραμπούλισμα.
    8. στράβωμα (από χτύπημα).
    9. φθορά, χάλασμα. || πήξη, πήξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > свёртывание

  • 5 вираж

    1. (поворот) η στροφή 2. ав. η οριζόντια στροφή 360° - глубокий - με κλίση πάνω από 45°

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вираж

  • 6 вращение

    η περιστροφή, το γύρισμα
    левое - см. - против часовой стрелки обратное - αντίθετη -
    правое - см. - по часовой стрелке - против часовой стрелки η στροφή κατά φοράν αντίθετη των δεικτών του (ω)ρολογιού
    суточное - (астр) η ημερήσια κίνηση/περιστροφή (της Γης περί/γύρω από τον άξονα της)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращение

  • 7 извилина

    1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/α
    - ы мозга - ες του εγκεφάλου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина

  • 8 крутой

    крутой απόγκρεμος· απότομος (тж. перен.)' \крутой подъём ο απότομος ανήφορος· \крутойповорот η απότομη στροφή
    * * *
    απόγκρεμος, απότομος (тж. перен.)

    круто́й подъём — ο απότομος ανήφορος

    круто́й поворо́т — η απότομη στροφή

    Русско-греческий словарь > крутой

  • 9 куплет

    куплет м η στροφή, το κουπλέτο
    * * *
    м
    η στροφή, το κουπλέτο

    Русско-греческий словарь > куплет

  • 10 оборот

    оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση
    * * *
    м
    1) ( поворот) η στροφή, η τροπή
    2) эк. η κυκλοφορία

    де́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία

    3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος

    на оборо́те — o πισθεν

    4)

    оборо́т ре́чи — η έκφραση

    Русско-греческий словарь > оборот

  • 11 объезд

    объезд м 1) ο γύρος 2) (место) η στροφή
    * * *
    м
    1) ο γύρος
    2) ( место) η στροφή

    Русско-греческий словарь > объезд

  • 12 перелом

    перелом м 1) (кости) το σπάσιμο, το κάταγμα 2) (резкое изменение) η κρίση, η στροφή
    * * *
    м
    1) ( кости) το σπάσιμο, το κάταγμα
    2) ( резкое изменение) η κρίση, η στροφή

    Русско-греческий словарь > перелом

  • 13 вираж

    вираж
    м ав., авт. ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    делать \вираж κάνω στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > вираж

  • 14 виток

    виток
    м
    1. эл. ἡ σπείρα, μιά στροφή τής ἔλικος·
    2. (оборот) ἡ στροφή, ἡ περιστροφή, ὁ γύρος.

    Русско-новогреческий словарь > виток

  • 15 изгиб

    изгиб
    м ἡ καμπή, ἡ στροφή, τό γύρισμα:
    \изгиб дороги ἡ στροφή τοῦ δρόμου· \изгиб реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου.

    Русско-новогреческий словарь > изгиб

  • 16 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 17 изгиб

    α.
    καμπή, στροφή, κλώσιμο αγκώνας•

    река делает изгиб τοποτάμι κάνει αγκώνα•

    изгиб дороги στροφή του δρόμου•

    красивый лебединой ши το όμορφο τσάκισμα του λαιμού του κύκνου.

    Большой русско-греческий словарь > изгиб

  • 18 излучина

    θ.
    στροφή, καμπή αγκώνας (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.).
    ιδιομορφία απότομη στροφή (στη σκέψη, αισθήματα, ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > излучина

  • 19 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 20 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

См. также в других словарях:

  • στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι …   Dictionary of Greek

  • στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖσιν — στροφή turning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»