-
41 излучина
излучинаж ἡ καμπή, ἡ στροφή, ἡ καμπύλη:\излучина реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου. -
42 крюк
крюкм1. ὁ γάντζος, τό τσιγκέλι, ἡ ἀρπάγἡ2. (окольный путь) ἡ στροφή, ὁ ἐλιγμός:сделать \крюк κάνω γῦρο, κάνω κύκλο. -
43 лука
лукаж1. (реки) ἡ στροφή·2. (седла):задняя \лука τό πιστάρι σαμαριοῦ· передняя \лука τό μπροστάρι σαμαριοϋ, σέλας. -
44 объезд
объездм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ βόλτα, ἡ παράκαμψη [-ις] / ἡ περιοδεία (во многих местах):ехать в \объезд κάνω κύκλο, κάνω γύρο·2. (место) ἡ στροφή. -
45 перелом
переломм1. τό σπάσιμο, ἡ θραύ-σΐ [-ις]. ἡ θλάσις / τό κάταγμα (кости)·2. (резкая перемена) ἡ (μετα)στροφή / ἡ κρίση [-ις] (в болезни). -
46 полуоборот
полуоборотм ἡ μισή στροφή. -
47 разворачиваться
разворачивать||ся1. ξεδιπλώνομαι, ξετυλίγομαι/ перен ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι/ ἀνοίγομαι (раскрываться)·2. (о самолете, машине) στρίβω, κάνω στροφή, γυρίζω. -
48 сдвиг
сдвигм1. ἡ μετατόπιση [-ις], ἡ μετάθεση [-ις]·2. перен ἡ ἀλλαγή, ἡ ἐξέλιξη/ ἡ στροφή (поворот). -
49 строфа
строфаж ἡ στροφή. -
50 вираж
[βιράζ] ουσ. α. στροφή -
51 оборот
[αμπαρότ] ουσ. α. (περι)στροφή -
52 строфа
[στραφά] ουσ. Θ. στροφή -
53 вираж
[βιράζ] ουσ α στροφή -
54 оборот
[αμπαρότ] ουσ α (περι)στροφή -
55 строфа
[στραφά] ουσ θ στροφή -
56 верчение
-я ουδ.στροφή, περιστροφή, γύρισμα. -
57 вильнуть
-ну, -нешь ρ.σ.1. βλ. вилять (1 σημ.).2. αναμεριώ, -ίζω γρήγορα.3. στρίβω απότομα, κάνω απότομη στροφή (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.). -
58 вираж
-а κ. -а α.1. στροφή (οχημάτων, αεπλάνων).2. δρόμος ελικοειδής. -
59 вывернуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.
2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•-лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.
3. αναστρέφομαι•рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.
4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή. -
60 выгиб
-а α.κυρτότητα, καμπυλότητα, κυρτό μέρος, καμπή, στροφή.
См. также в других словарях:
στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι … Dictionary of Greek
στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφαῖσιν — στροφή turning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)