Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+ξένη

  • 61 ξένησι

    ξένη
    foreign woman: fem dat pl (epic ionic)
    ξένος 2
    guest-friend: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ξένησι

  • 62 ξένῃσι

    ξένη
    foreign woman: fem dat pl (epic ionic)
    ξένος 2
    guest-friend: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ξένῃσι

  • 63 auxiliary

    [o:ɡ'ziljəri] 1. adjective
    (helping; additional: auxiliary forces; an auxiliary nurse.) βοηθητικός, εφεδρικός
    2. noun
    1) (an additional helper.) βοηθός, επίκουρος
    2) (a soldier serving with another nation.) στρατιώτης που υπηρετεί σε ξένη χώρα

    English-Greek dictionary > auxiliary

  • 64 болтать

    ρ.δ.
    1. μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ•

    болтать лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το).

    2. αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα•

    -ногами αιωρώ τα πόδια.

    1. ανακατεύομαι.
    2. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα.
    3. περιφέρομαι άσκοπα.
    ρ.δ.
    1. φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκοπανίζω•

    болтать вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες•

    без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα).

    2. (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα•

    болтать по-русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά.

    εκφρ.
    болтать языком – γλωσσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνει, γλωσσοδιάρροια.

    Большой русско-греческий словарь > болтать

  • 65 влияние

    ουδ.
    1. επίδραση, επιρροή, επίρροια, επενέργεια•

    под чужим -ем κάτω από ξένη επιρροή ή την επιρροή άλλου•

    благотворное влияние ευεργετική επίδραση•

    влияние личности на историю η επίδραση (ο ρόλος) της προσωπικότητας στην ιστορία•

    влияние солнечных лучей η επίδραση των ηλιακών ακτινών•

    поддаваться -го υφίσταμαι την επίδραση, επηρεάζομαι•

    оказывать влияние επιδρώ.

    2. κύρος•

    приобрести влияние αποκτώ κύρος•

    пользоваться -ем έχω κύρος, απολαμβάνω κύρους.

    Большой русско-греческий словарь > влияние

  • 66 вокабула

    θ. παλ. λέξη ξένη.

    Большой русско-греческий словарь > вокабула

  • 67 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 68 завладеть

    ρ.σ.
    1. κυριεύω, παίρνω, καταλαβαίνω•

    завладеть неприятной крепостью κυριεύω εχθρικό οχυρό.

    || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, αρπάζω•

    завладеть чужим имением αρπάζω ξένη περιουσία.

    || συναρπάζω, κατέχω, τραβώ, προσελκύω• завладеть
    обшим вниманием τραβώ την προσοχή όλων•

    завладеть нитью разговора συναρπάζω με την ομιλία.

    2. μτφ. υποτάσσω ψυχικά.

    Большой русско-греческий словарь > завладеть

  • 69 заносный

    επ., αλλοφερμένος, ξενοφερμένος, ξένος•

    -ое влияние ξένη επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > заносный

  • 70 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 71 лопотать

    -почу, -почешь
    ρ.δ.
    1. ψελίζω, ψιθυρίζω.
    2. τραυλίζω, βαταρίζω• μουρμουρίζω.
    3. μτφ. μιλώ σε ξένη ή ακαταλαβίστικη γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > лопотать

  • 72 помощь

    θ.
    βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•

    без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•

    оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•

    взаимная помощь αλληλοβοήθεια•

    звать на помощь καλώ σε βοήθεια•

    медицинская помощь ιατρική βοήθεια•

    скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•

    с -ью ή при -и με τη βοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > помощь

  • 73 посторонний

    επ.
    ξένος• αλλότριος•

    посторонний че-ловк ξένος άνθρωπος•

    посторонний шум άλλος θόρυβος, απ αλλού προερχόμενος.

    ουσ. ξένος•

    -им вход запрещн απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία.

    || άλλου, τρίτου•

    обойтись без -ей помощи τα βολεύω χωρίς ξένη βοήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > посторонний

  • 74 пригонный

    επ.
    από άλλο μέρος φερμένος, αλ-λοφερμένος•

    пригонный лес ξυλεία ξένη (μη ντόπια).

    Большой русско-греческий словарь > пригонный

  • 75 разговорник

    α.
    εγχειρίδιο συνομιλίας (σε ξένη γλώσσα).

    Большой русско-греческий словарь > разговорник

  • 76 ухватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω•

    ухватить со всех сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω•

    ухватить камень αρπάζω πέτρα•

    ухватить за ворот αρπάζω από το γιακά.

    || μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•

    ухватить чужую змлю αρπάζω ξένη γη.

    2. μτφ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως•

    ухватить мысль πιάνω αμέσως (αρπάζω) το νόημα•

    ухватить намк καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό.

    1. πιάνομαι αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι•

    ухватить за сучок αρπάζομαι από ένα κλαδί.

    2. μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι•

    дела-то много, а ухватить за что не знаю δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω,

    3. μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ухватить

  • 77 чужедальний

    επ.
    ξένος και μακρινός•

    -ая страна χώρα ξένη και μακρινή.

    Большой русско-греческий словарь > чужедальний

  • 78 чужой

    επ.
    ξένος•

    чужой дом ξένο σπίτι•

    -ые вещи ξένα πράγματα•

    -ая страна ξένη χώρα•

    -ие края ξένα μέρη•

    назваться -им именем με φωνάζουν με το ψευδώνυμο•

    за чужой счёт σε βάρος άλλου, με ζημιά άλλου•

    с -их слов εξ ακοής (ακουστά).

    ουσ. ο ξένος, ο αλλοδαπός.
    εκφρ.
    - ими руками – με ξένα χέρια (όχι μόνος), με τη βοήθεια άλλων•
    в -ие руки – σε ξένα χέρια (σε ξένους ανθρώπους).

    Большой русско-греческий словарь > чужой

  • 79 эксплуатировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ. εκμεταλλεύομαι•

    эксплуатировать чужой труд εκμεταλλεύομαι ξένη εργασία.

    || χρησιμοποιώ•

    эксплуатировать недр земли εκμεταλλεύομαι το υπέδαφος.

    εκμεταλλεύομαι, υπόκειμαι σε εκμετάλλευση.

    Большой русско-греческий словарь > эксплуатировать

  • 80 χρεῖος

    χρεῖος, τό, [dialect] Ep. for χρέος, q. v.
    ------------------------------------
    χρεῖος, ον, ([etym.] χρή)
    A needing, in want of,

    νῦν γὰρ εἶ χ. φίλων E.HF 1337

    ; πάντων.. χρεῖοι ib.51: abs., needy, poor,

    χρεῖος εἶ, ξένη, φυγάς A.Supp. 202

    ;

    χ. ὢν οὐδὲν σθένει E.Fr. 142

    ; also in later Prose,

    ἄνθρωποι χ. τροφῆς D.Chr.32.9

    ;

    λουτ ροῦ χρεῖός ἐστιν Luc.Am.42

    , cf. Ph.2.98, etc., v. Moeris p.415P., Thom.Mag. p.400R.
    II useful,

    ἀνὴρ εἰς οὐδὲν χ. Anon.

    ap. Eust.218.8; χρεῖον οὐκ ἔχων ἀγωγῆς τοῦτον τὸν τρόπον holding this form of education unnecessary, Phld. Acad.Ind.p.79M.; ἐὰν.. χρ[ῖ] ον ἔχῃς (sc. ἔλαιον) dub. in POxy. 1665.16 (iii A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεῖος

См. также в других словарях:

  • ξένη — foreign woman fem nom/voc sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένῃ — ξένη foreign woman fem dat sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… …   Dictionary of Greek

  • ξένηι — ξένῃ , ξένη foreign woman fem dat sg (attic epic ionic) ξένῃ , ξένος 2 guest friend fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέναι — ξένη foreign woman fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένη foreign woman fem dat sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένος 2 guest friend fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενῶν — ξένη foreign woman fem gen pl ξενόω make one s friend and guest pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέναις — ξένη foreign woman fem dat pl ξένος 2 guest friend fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέναισι — ξένη foreign woman fem dat pl (epic ionic aeolic) ξένος 2 guest friend fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένην — ξένη foreign woman fem acc sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένης — ξένη foreign woman fem gen sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένῃσι — ξένη foreign woman fem dat pl (epic ionic) ξένος 2 guest friend fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»