Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+μύτη+του

  • 41 передок

    1. (трансп.) το εμπρόσθιο/μπροστινό μέρος/τμήμα (του μεταφορικού μέσου) 2. (у обуви) η μύτη (στο υπόδημα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передок

  • 42 лезть

    лезть
    несов
    1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:
    \лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·
    2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):
    \лезть в воду μπαίνω στό νερό·
    3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:
    \лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·
    4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:
    полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·
    5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:
    фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > лезть

  • 43 тыкать

    тыкать I
    несов
    1. χώνω/ μπήγω, βυθίζω (вонзать):
    \тыкать палкой в землю μπήζω τό μπαστούνι στή γή· поросенок тычет нос в корыто τό γουρουνάκι χώνει τήν μουσούδα του στή σκάφη·
    2. (бить, ударять) κτυπώ· ◊ \тыкать но́сом кого-л. во что́-л. разг χώνω κάτι στή μύτη κάποιου· \тыкать пальцем в кого-л. разг δείχνω κάποιον μέ τό δάκτυλο.
    тыкать II
    несов (называть на „ты") разг μιλώ στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > тыкать

  • 44 утереть

    утереть
    сов см. утирать· ◊ \утереть иос кому́-л. разг τοῦ τρίβω τή μύτη, κόβω τή φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > утереть

  • 45 αιματώνω

    [-ώ (ο)] 1. μετ.
    1) разбить в кровь; избить до крови;

    του αιμάτωσα τα μούτρα — я ему разбил в кровь лицо;

    2) окровавить, запачкать кровью; ранить;
    3) перен. ранить, сильно огорчить; 2. αμετ. 1) истекать кровью;

    αιμάτωσε η μύτη μου — у меня из носа пошла кровь;

    2) перен. обливаться кровью;

    αιμάτωσε η ψυχή μου — у меня сердце кровью обливается;

    § δεν το αιματώνω — не ввязываться в драку; — избегать драки, стычки;

    δεν το αιματώσαμε ακόμα — военные действия ещё не начались

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αιματώνω

  • 46 ανοίγω

    (αόρ. άνοιξα) 1. μετ.
    1) открывать, раскрывать; вскрывать;

    ανοίγω τό φάκελλο — вскрывать конверт;

    ανοίγω την φιάλη — открывать, откупоривать бутылку;

    2) отворять; отпирать;

    ανοίγω διάπλατα — широко открывать, распахивать;

    3) перен. открывать, начинать (работу магазина, конторы и т. п.);
    4) объявлять открытым, объявлять начало; класть начало;

    ανοίγω τη συνεδρίαση — открыть заседание;

    ανοίγω λογαριασμό — открывать счёт (в банке);

    ανοίγω τό σκορ — спорт, открывать счёт;

    ανοίγω πίστωση — открыть кредит;

    ανοίγω κουβέντα — начать беседу;

    5) разламывать; рассекать;

    ανοίγω τό καρπούζι — разрезать арбуз;

    ανοίγω τό κεφάλι — раскроить голову;

    6) рыть, копать;

    ανοίγω πηγάδι — рыть колодец;

    ανοίγω κανάλι — рыть, прокладывать канал;

    ανοίγω δρόμο — прокладывать, строить дорогу;

    7) просверливать, пробуравливать (дыру);
    8) развёртывать; распускать;

    ανοίγω τό πανί — поднимать паруса;

    ανοίγω τα φτερά — расправлять крылья;

    9) расширять, расставлять;

    ανοίγω τα πόδια — расставлять ноги;

    άνοιξε το βήμα σου шире шаг;

    § ανοίγω πορά — открывать огонь;

    ανοίγ τό ζυμάρι — раскатывать тесто;

    ανοίγω την αγκάλη μου — принимать с распростёртыми объятиями;

    ανοίγω την καρδιά μου — открыть душу, сердце;

    μου άνοιξες την καρδιά ты меня обрадовал, утешил;

    ανοίγω μυστικό — открыть кому-л. свою тайну;

    ανοίγω τα μάτια — открыть глаза (на что-л.);

    ανοίγ τα χαρτιά μου — раскрывать свои карты;

    ανοίγω δουλειές — доставлять хлопоты, заботы;

    ανοίγω την όρεξη — возбуждать аппетит;

    ανοίγω τό λάκκο σε κάποιον — рыть йму кому-л;

    ανοίγω νέους ορίζοντες — открывать новые горизонты;

    2. αμετ.
    1) открываться, раскрываться; 2) разбиваться, раскалываться; 3) открываться (р ране); прорываться (о нарыве); 4) расступаться (о толпе); 5) расшириться;

    ανοίγει ο δρόμος — дорога расширяется;

    6) открываться, начинить функционировать, работать (о предприятии и т. п.);
    7) начинаться; появляться (тж. об аппетите);

    ανοίγουν πάλι οι δουλειές μας — в наших коммерческих делах снова начинается оживление;

    8) выцветать, линять;
    9) проясняться (о погоде); светлеть (о небе); 10) распускаться (о цветах и т. п.); § άνοιξε η γη και τον κατάπιε он как сквозь землю провалился; άνοιξε η μύτη μου у меня пошла кровь из носа; άνοιξε η τύχη του ему повезло, ему счастье улыбнулось;

    ανοίγομαι

    1) — отплывать, выходить в открытое море;

    2) расширять (предприятие, торговлю);
    3) начать тратить деньги, раскошелиться, развязать свой кошелёк (разг); 4) открыться (кому-л.); быть откровенным (с кем-л.); 5) раскрыться, перестать быть замкнутым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοίγω

  • 47 παραμπαίνω

    (αόρ. (ε)παραμπήκα) αμετ.
    1) глубоко входить, проникать;

    παραμπαίνω στο νόημα — быстро вникать, хорошо схватывать смысл;

    2) часто заходить;

    παραμπ. στο σπίτι του — я часто захожу к нему;

    3) сильно садиться (об одежде);

    παραμπήκε η φανέλλα — майка очень села;

    § μου παραμπήκε ντο ρουθούνι ( — или στη μύτη) — он у меня сидит в печёнках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραμπαίνω

  • 48 στάζω

    (αόρ. έσταξα) 1. αμετ. капать, падать по капле; течь, сочиться; протекать;

    η στέγη (τό βαρέλι) στάζει — крыша (бочка) течёт;

    στάζει η μύτη μου — у меня из носа течёт;

    2. μετ.
    1) капать, накапывать; закапывать;

    στάζω φάρμακο — закапывать лекарство;

    2) закапывать, пачкать;

    § στάζω ιδρωτα — обливаться потом;

    στάζω δηλητήριο — истекать ядом, жёлчью;

    έσταξαν τα χείλη μου φαρμάκι я совсем замучился, истерзался;
    έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει носить кого-л. на руках, сдувать пылинки с кого-л.;

    τα χέρια του στάζουν αίμα — руки его обагрены кровью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάζω

  • 49 henpecked

    [-pekt]
    adjective ((of a man) ruled by his wife: a henpecked husband.) καταδυναστευόμενος,που τον σέρνει από τη μύτη η γυναίκα του

    English-Greek dictionary > henpecked

  • 50 жало

    ουδ.
    1. κεντρί εντόμου•

    жало ячелиное κεντρί της μέλισσας (οσκρός).

    2. γλωσσίδι του φιδιού.
    3. μτφ. πόνος ψυχικός.
    4. ακίδα, αιχμή, μύτη (για κάθε αιχμηρό αντικείμενο).

    Большой русско-греческий словарь > жало

  • 51 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 52 kılıbık

    η γυναίκα του τον τραβάει από τη μύτη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kılıbık

См. также в других словарях:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …   Dictionary of Greek

  • Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • γορίλας — (gorilla).Ανθρωπόμορφος μεγαλόσωμος πίθηκος, ο οποίος, με δύο υποείδη, ζει στην Γκαμπόν, στο Καμερούν και στο λεκανοπέδιο του Κονγκό. Η εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή εξαιτίας του όγκου του σώματός του, που μπορεί να υπερβεί σε ύψος τα 2 μ. και… …   Dictionary of Greek

  • Πετρούσκα — Χαρακτηριστικό ανδρείκελο του ρωσικού λαϊκού θεάτρου. Μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του ιταλικού Πουλτσινέλα, που έφτασε στη Ρωσία μέσω του Χάνσβουρστ, κωμικού προσώπου του γερμανικού λαϊκού θεάτρου, ανάλογου με τον δικό μας Φασουλή. Ο Π. έκανε την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»