Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+μύτη+του

  • 21 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 22 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 23 нос

    1. (передняя часть предмета) η μύτη 2. анат. η ρίς, разг. η μύτη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нос

  • 24 хвост

    α.
    1. η ουρά•

    махать -ом κουνώ την ουρά•

    конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•

    собачий хвост η ουρά του σκύλου•

    хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•

    хвост птиц η ουρά. των πουλιών•

    распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.

    2. το πίσω μέρος γενικά•

    хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•

    хвост комета η ουρά του κομήτη•

    платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•

    хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•

    хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.

    3. η σειρά•

    хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•

    стоять в -е στέκομαι στη σειρά.

    4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•

    ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•

    студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).

    5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.
    εκφρ.
    задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•
    поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•
    показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•
    быть, идтиκ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•
    схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•
    быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•
    наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•
    насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•
    не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•
    псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > хвост

  • 25 πέφτω

    (αόρ. επεσα) αμετ.
    1) падать, валиться;

    πέφτω ανάσκελα — упасть навзничь;

    έπεσε λιπόθυμος (νεκρός) он упал в обморок (замертво);
    σκόνταψα και έπεσα я споткнулся и упал; 2) падать, выпадать (об осадках, о волосах и т.п.);

    πέφτει βροχή (χιόνι) — идёт дождь (снег);

    πέφτουν τα φύλλα — падают листья;

    3) впадать (в какое-л. состояние); предаваться (чему-л.);

    πέφτ σε απελπισία ( — или απόγνωση) — впадать в отчаяние, предаваться отчаянию;

    πέφτω σε δυσμένεια (σφάλμα) — впадать в немилость (ошибку);

    4) бросаться, кидаться (куда-л.);

    πέφτω στο νερό — бросаться в воду;

    5) попасть, очутиться, оказаться;

    πέφτω σε ενέδρα (παγίδα) — попасть в засаду (ловушку);

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попасть в чьи-л. руки, оказаться в чьих-л. руках;

    πέφτω στα νύχια κάποιου — попадать к кому-л. в лапы, стать чьей-л. жертвой;

    πέφτω σε καλά (κακά) χέρια — попадать в хорошие (плохие) руки;

    6) попадать (в цель);
    7) падать, снижаться, понижаться;

    οι τιμές πέφτουν — цены падают;

    η θερμοκρασία πέφτει — температура падает;

    8) опускаться (о светилах и т. п.);
    ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα солнце село за море; έπεσε ομίχλη опустился туман;

    πέφτει το σκοτάδι — надвигается темнота, темнеет;

    9) пасть (в бою);

    πέφτ στο πεδίο της μάχης — пасть на поле брани;

    10) пасть (о правительстве и т. п.); сдаться, покориться (кому-чему-л.);
    τό φρούριο έπεσε крепость пала; 11) ослабевать; утихать, стихать; ο αέρας έπεσε ветер стих; έπεσε πολύ ο πατέρας отец сильно сдал; 12) приходиться, выпадать; του έπεσε το λαχείο он выиграл; ему выпал выигрыш; μας έπεσε στη λοταρία ένα ψυγείο мы выиграли в лотерею холодильник;

    η γιορτή πέφτει την Παρασκευή — праздник приходится на пятницу;

    λίγα πέφτουνε στον καθένα μας — немного приходится на каждого;

    τί μού πέφτει στο μερτικό μου:

    что выпало на мою долю?;
    13) бросаться, нападать; обрушиваться; πέσαν απάνω μας они набросились на нас;

    πέφτει επιδημία — вспыхивает эпидемия;

    14) рушиться, рухнуть;
    15) разг родиться; της έπεσε το παιδί στούς εφτά μήνες у неё родился семимесячный ребёнок, она родила семимесячного ребёнка;

    § πέφτει το ηθικό μου — падать духом;

    πέφτω επάνω σε κάτι — натыкаться на что-л.;

    πέφτω να κοιμηθώ — ложиться спать;

    πέφτω άρρωστος — или πέφτω στο κρεββάτι ( — или στα ρούχα) — слечь в постель, заболеть;

    πέφτω με το κεφάλι — внезапно серьёзно заболеть, слечь;

    πέφτω έξω прям., перен. — а) садиться на мель;

    б) дать маху;
    ошибаться;

    πέφτω έξω στούς υπολογισμούς μου — просчитаться;

    πέφτω σε σφάλμα ( — или πέφτω σε παράπτωμα) — проштрафиться;

    πέφτω θδμα — пасть жертвой;

    είμαι πεσμένος μπρούμυτα лежать ничком;

    πέφτω στα γόνατα κάποιου — падать кому-л. в ноги;

    умолять кого-л.;

    πέφτω στο στόμα ( — или στη γλώσσα) κάποιου — попасться кому-л. на язычок;

    πέφτω στα ( — или από τα) μάτια κάποιου — упасть в чьих-л. глазах;

    πέφτει χρήμα — с) на это идёт уйма средств; — б) здесь дело пахнет подкупом;

    πέφτει ξύλο — они дерутся;

    η υπόληψη του έπεσε его репутация погибла;

    πέφτει η μύτη μου — вешать нос;

    πέφτουν τα μούτρα μου — виновато опускать голову;

    πέφτω καί στη φωτιά γιά σένα — я за тебя готов в огонь и в воду;

    πέφτω απ' το κακό στο χειρότερο — попадать из огня да в полымя;

    δεν σού πέφτει λόγος — ты помалкивай, без тебя обойдётся;

    πολύ ( — или βαρύ) σού πέφτει — это не по тебе; — кишка тонκέ (ср. — русск, не по Сеньке шапка);

    πέφτω με τα μούτρα ( — или τό κεφάλι) σε κάτν — уйти с головой в какие-л. дела;

    πέφτουν τα φτερά μου — у меня руки опускаются;

    πέφτουν κορμιά — гибнут люди;

    πέφτουν κεφάλια — летят головы;

    πέφτουν τουφεκιές ( — или πιστολιές) — слышны выстрелы, идёт перестрелка;

    η πόλη πέφτει λίγο δυτικότερα — город находится немного западнее;

    έπεσε γρήγορα αυτό το θεατρικό του έργο эта пьеса быстро сошла со сцены;

    πέφτω δίπλα — а) причаливать; — б) перен. подъезжать (к кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέφτω

  • 26 σέρνω

    (αόρ. έσυρα, παθ. αόρ. (ε)σύρθηκα) μετ.
    1) тянуть, тащить, волочить;

    μόλις σέρνω τα πόδια μου — еле волочить, таскать ноги, еле плестись;

    σέρνω χάμου — тащить, валять по полу;

    2) вытаскивать, извлекать;

    σέρνω τό ξίφος — вытаскивать шпагу;

    3) перен. поносить, ругать, бранить (кого-л.); злословить (на чеи-л. счёт);

    πολλά τού σέρνει ο κόσμος — о нём много злословят;

    § σέρνω τον χορό — водить хоровод;

    σέρνω από τη μύτη — водить за нос;

    σέρνω τα λόγια — тянуть, растягивать слова;

    του 'σύρε ( — или του 'ψάλε) όσα σέρνει η σκούπα — он его облил грязью; — он здорово его поливал бранью;

    σύρε στο καλό уходи подобру-поздорову, уходи с богом;
    σύρε να φας иди покушай; σύρε στο διάολο! иди к чёрту!;

    σέρνομαι

    1) — тянуться, тащиться, волочиться; — плестись;

    ο ποδόγυρος σέρνεται στο πάτωμα — подол волочится по полу;

    σέρνομαι στην ουρά — плестись, тащиться в хвосте;

    2) ползать; пресмыкаться;
    3) распространяться (о болезни, эпидемии);

    σέρνεται οστρακιά (τύφος) — ходит скарлатина (тиф);

    § σέρνομαι στα πόδια κάποιου — ползать у кого-л. в ногах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σέρνω

  • 27 τραβώ

    τραβάω (αόρ. (ε)τράβηξα, παθ. αόρ. τραβήχτηκα) 1. μετ.
    1) тянуть, тащить;

    τραβ τό σχοινί — тянуть верёвку;

    μη με τραβας — не тяни меня;

    τραβώ από το μανίκι — тянуть за рукав;

    κανείς δεν τον τραβάει με το ζόρι — его никто силой не тянет;

    2) дёргать, теребить; трепать, драть;

    τραβώ (από) τα μαλλιά (τό αυτί) — драть (трепать, таскать) за волосы (за уши);

    3) щипать (траву и т. п.);
    4) вытягивать, вытаскивать;

    τραβώ τη βάρκα στην αμμουδιά — вытаскивать лодку на берег;

    5) натягивать;
    τραβώ το σκοινί натягивать верёвку; 6) притягивать; 7) вытаскивать, вынимать; выхватывать (из ножен, кобуры); 8) черпать, выкачивать (воду, вино);

    τραβ νερό απ' το πηγάδι — доставать воду из колодца;

    9) наносить (удар, оскорбление);
    του τράβηξα ένα μπάτσο я дал ему пощёчину; του τράβηξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; του τράβηξα ένα βρισίδι я его оскорбил; 10) перен. тянуть, затягивать;

    τραβ μιαν υπόθεση — затягивать дело;

    11) втягивать (внутрь);

    τραβ μιά ρουφηξιά — затягиваться (папиросой и т. п.);

    12) затягивать (о болоте);
    13) требовать (дополнения к чему-л.);

    η σαρδέλλα τραβάει κρασί κ — сардинам идёт вино, сардины требуют вина;

    14) перен. влечь, тянуть; привлекать;

    τον τραβάει η επιστήμη — его влечёт к науке;

    με τραβάει

    στην πατρίδα меня тянет на родину;

    δεν με τραβάει η συντροφιά τους — меня не привлекает их компания;

    15) перен. брать, забирать;

    τραβώ λεφτά από... — брать деньги (из банка, с книжки и т. п.);

    τραβώ τό παιδί απ' το σχολειό — забирать ребёнка из школы;

    16) впитывать (воду, чернила и т. п.);
    17) терпеть, выносить, испытывать; τράβηξα πολλά (βάσανα) я много перенёс; 18) идти (с определённой скоростью); покрывать (расстояние);

    τό βαπόρι τραβάει δέκα μίλλια την ώρα — пароход делает десять миль в час;

    19) покупать, потреблять;

    καπνό, σταφίδα, κρασί, τα τραβάει το εξωτερικό — табак, изюм, вино идут за границу;

    20) эк выдавать (вексель);
    21) полигр, печатать; 22) карт, брать, тянуть (карту);

    § τραβώ γραμμή — проводить линию;

    τραβώ κουπί — грести;

    τραβάω τα μαλλιά μου — рвать на себе волосы;

    τραβώ κορδέλλα — тянуть резину;

    τραβώ κλήρο — тянуть жребий;

    τραβώ χέρι — отказываться, отходить (от какого-л. дела), бросать (какое-л. дело);

    τραβάω το διάβολο μου (με κάποιον) — измучиться (с кем-л.);

    τραβά η καρδιά μου... — сердце просит...; — мне очень хочется...;

    τον τραβά από τη μύτη — она водит его за нос;

    ο μήνας τραβάει τριανταμία — в этом месяце тридцать один день;

    τα ίδια τράβηξε και με τον άλλο то же самое произошло и с другим;

    τό ντουφέκι μου τραβάει πενήντα μέτρα — моё ружьё бьёт на пятьдесят метров;

    2. αμετ.
    1) идти, направляться;

    πού τραβας; — куда ты направился?;

    τράβα ίσια иди прямо;
    τράβα πάρα πέρα посторонись; 2) тянуть, обладать тягой (о печи и т. п.);

    αυτό το τζάκι δέντραβάει — в этой печи плохая тяга;

    3) тянуться, длиться; затягиваться;
    η αρρώστεια μου τράβηξε δυό μήνες болезнь моя длилась два месяца;

    τραβάει σε μάκρος αύτη η δουλειά — работа затягивается;

    4) затягиваться (папиросой и т. п.);
    § τράβα εμπρός! а) проходи!; б) вперёд!, не трусь!; τράβα στη δουλειά σου занимайся своим делом, не лезь в чужие дела;

    τραβιέμαι, τραβιοδμαι, τραβιώμαι

    1) — уходить, удаляться; — отходить;

    τραβιέμαι από την πολιτική — отойти от политики;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τραβιέται αυτός ο καημός — это невыносимое горе;

    3) иметь спрос (о товаре);
    4) сторониться; τραβήξου! посторонись!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραβώ

  • 28 воробьиный

    επ.
    σπουργίτικος, του σπουργίτη•

    -ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•

    -ая стая σμήνος σπουργιτών.

    ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.
    εκφρ.
    - ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•
    короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος).

    Большой русско-греческий словарь > воробьиный

  • 29 волк

    волк
    м ὁ λύκος· ◊ морской \волк ὁ θαλασσόλυκος· смотреть волком ἀγριοκυτ-τάζω· как волка ни корми́, он все в лес смотрит погов· ὁ λύκος κἰἄν ἐγέρασε κι· ἄλλαξε τό μαλλί του μηδέ τή γνώμη ἄλλαξε, μηδέ τήν κεφαλή του· \волко́в бояться\волк в лес не ходить посл. μέ κερένια μύτη τί πας στό φούρνο.

    Русско-новогреческий словарь > волк

  • 30 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 31 чесаться

    чесать||ся
    1. ξύνομαι·
    2. (зудеть) ἔχω φαγούρα, μέ τρώγει κάτι:
    у меня нос чешется μέ τρώγει ἡ μύτη μου·
    3. (причесываться) χτενίζομαι· ◊ у него́ ру́ки чешутся τόν τρώνε τά χέρια του· у него́ язык чешется τόν τρώει ἡ γλῶσσα του νά μιλήσει.

    Русско-новогреческий словарь > чесаться

  • 32 ястребиный

    ястреб||иный
    прил
    1. τοῦ γερακιοῦ, τοῦ Ιέρακος, γερακήσιος·
    2. перен κακεντρεχής, μοχθηρός:
    \ястребиныйиный взгляд τό γερακήσιο βλέμμα· \ястребиныйиный нос ἡ γαμψή μύτη.

    Русско-новогреческий словарь > ястребиный

  • 33 βγαίνω

    I (αόρ. (ε)βγήκα, μελλ. θα βγω и θαβγω) αμετ.
    1) выходить, отправляться; выбираться (разг);

    βγαίνω στο δρόμο — а) выбираться на дорогу; — б) выходить на улицу;

    βγαίνω στο πέλαγος — выходить в (открытое) море/ βγαίν. από το λιμάνι — выходить из порта;

    έβγα να πάρεις αέρα войди на свежий воздух;
    2) выбывать, выходить;

    βγαίνω απ' το παιγνίδι — выбывать из игры;

    βγαίνω εκτός μάχης — выбыть из строя (о военных);

    3) отрываться; отскакивать, отлетать (разг);
    μου βγήκε το τακούνι у меня отлетел каблук; 4) прям., перен. отклоняться, отходить;

    βγαίνω από το θέμα — отклоняться от темы;

    βγαίνω από το δρόμο — сбиваться с дороги;

    5) вытекать (о глазе);
    6) отходить, исчезать (о пятнах);

    ο λεκές δεν βγαίνει — пятно не отходит;

    7) показываться, появляться; пробиваться (об усах); вылупливаться (о птенцах);
    δεν βγήκε ακόμα το φεγγάρι луна ещё не вышла; μου βγήκε μπροστά (или στη μέση) а) он вырос передо мной; б) он встал мне поперёк дороги; έβγα στο παραθύρι выгляни в окно; βγήκαν τα πεπόνια созрели дыни; 8) всходить, вставать (о солнце и т. п.); 9) выходить в свет, публиковаться, выпускаться; 10) пройти, распространиться (о слухе и т. п.); δεν βγήκε (ένας) λόγος γιά τέτοιο πράγμα ничего не слышно, не известно об этом; 11) выходить, выскакивать, вылетать (из головы и т. п.); μου βγήκε απ' το νου у меня выскочило из головы;

    δεν βγαίνει από το κεφάλι μου ( — или από το νού μου) — у меня не выходит из головы;

    12) проходить, быть избранным;
    να ιδούμε ποιός θα βγει δήμαρχος посмотрим, кто стонет мэром; 13) выходить, получаться; оказываться; βγήκε καλό το παιδί του у него вырос хороший сын; θα βγει καλός μηχανικός из него выйдет хороший инженер; βγήκε καλό το πεπόνι дыня оказалась хорошей; δεν βγήκε τίποτε απ' или μ' αυτό из 5того ничего не вышло;

    απ' αυτό βγαίνει πώς... — отсюда вытекает, что...;

    14) сходиться (о счёте);

    δεν βγαίνει ο λογαριασμός — счёт не сходится;

    15) быть достаточным, хватать;

    βγαίνει το ΰφασμα γιά δυό φορεσιές — материала хватит на два платья;

    16) линять, выцветать;

    αυτό το χρΦμα βγαίνει — эта краска линяет;

    17) проходить, протекать (о времени);

    μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — проходит месяц, проходит дру-

    гой...;
    18) оканчивать (учебное заведение); από τί σχολειό βγήκες; ты какую школу окончил?; 19) вести (о дороге);

    πού βγαίνει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

    20) превосходить, брать верх, одолевать;

    δέντού βγαίνει κανείς στο τρέξιμο — он бегает лучше всех;

    21) отпечатываться;
    δεν βγήκε καλή η φωτογραφία фотография получилась плохая; 22) бить ключом, выходить на поверхность (об источниках и т. п.); 23) раздавиться, слышаться (о звуке); 24) производиться, делаться; выращиваться;

    τό καλύτερο λάδι βγαίνει στην Κέρκυρα — самое лучшее оливковое масло производят на острове Корфу;

    25) давать всходы; появляться (о растениях);
    26) осуществляться, сбываться; βγήκε το όνειρό μου сон сбылся; 27) входить в моду; 28) испражняться;

    § βγαίνω λάδι — выходить сухим из воды;

    βγαίνω από τη δυσκολία — выходить из затруднения;

    βγαίνω στο κλαρί — уходить в партизаны;

    βγαίνω στα πανιά — отплывать;

    βγαίνω στ' ανοιχτά — выходить в открытое море;

    βγαίνω απ' τα όρια — выходить из границ;

    βγαίνω από τα συλλοϊκά μου — сходить с ума;

    αυτό μού βγήκε ξινό (или απ' τη μύτη) это мне боком вышло, это мне дорого обошлось;
    του βγήκε το μάτι а) он лишился глаза; б) у него глаза чуть не лопнули от зависти; μου βγήκε σε καλό (σε κακό) это пошло мне на пользу (во вред);

    βγαίνει σε καλό (σε κακό) — иметь хороший (плохой) исход;

    ό, τι βγεί ας βγει будь что будет;
    θα βγεις με κόκκινα τσαρούχια обдерут как липку; κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, береги честь пуще глаза (своего);

    βγαίνει ότι... — итак..., выходит, что...;

    καί τι βγαίνει; — что ж из этого?

    βγαίνω2
    II см. βγάζω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγαίνω

  • 34 στέκω

    (αόρ. (ε)στάθηκα) αμετ.
    1) стоять;

    στέκω στα νύχια ( — или στίς μύτες) των ποδιών — стоять на цыпочках;

    2) идти (быть к лицу);

    σού στέκει ωραία το φόρεμα — тебе очень идёт это платье;

    3) απρόσ. подобает, идёт;

    δεν στέκει να... — не подобает, неприлично...;

    δεν στέκει σε σένα να τρέχεις στίς ταβέρνες — тебе не к лицу бегать по тавернам;

    § στέκω στην εξουσία — стоять у власти, править страной;

    στέκω αλά κάπα ( — или κάπα γάμπια) — или στέκ τραβέρσο мор. — лежать в дрейфе;

    στέκω στα κουπιά мор. — сушить вёсла;

    δεν στέκει καλά — а) он чувствует себя неважно, ему нездоровится; — б) дела у него идут неважно (о торговце);

    στέκομαι

    1) — стоять;

    μόλις στέκομαι στα πόδια — еле держаться на ногах;

    στάσου! постой!, подожди!;
    2) стоять без движения, не работать; останавливаться (о механизме и т. п.); στάθηκε το ρολόγι часы стали;

    τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά — поезд стоит пять минут;

    στέκομαι χωρίς δουλειά — а) быть безработным; — б) простаивать;

    3) оставаться, быть, находиться;
    όπου σταθώ κι' όπου βρεθώ где бы я ни был; 4) стоять (о здании); 5) поддерживать, помогать, выручать; του στάθηκα σ' όλες τίς δύσκολες περιστάσεις я помог ему в трудных обстоятельствах; 6) перен. оказываться, показывать, проявлять себя; στάθηκε ανίκανος он оказался неспособным; στάθηκε άνδρας он пока- зал себя мужчиной; 7) отдаваться (о женщине); του στάθηκε με το πρώτο она отдалась ему сразу; 8) находиться в состоянии течки (о животных); 9) случаться, происходить; στάθηκε ενα σπουδαίο περιστατικό произошло важное событие; 10) останавливаться, прекращаться (об истечении жидкости); στάθηκε η μύτη μου με τον πάγο лёд остановил кровотечение из носа;

    § στέκομαι εμπόδιο — препятствовать, быть помехой;

    στάθηκα τυχερός мне повезло;
    στάθηκε ο νούς μου я растерялся; στάθηκε η αιτία (это) явилось причиной; στάθηκε αδύνατο нельзя было, оказалось невозможным; στάσου να δείς! я тебе покажу! (угроза)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέκω

  • 35 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 36 дышать

    дышу, дышишь, μτχ. ενστ. дышащий ρ.δ.
    1. αναπνέω, ανασαίνω•

    дышать носом αναπνέω με τη μύτη•

    тяжело -у με δυσκολία αναπνέω•

    легко -у αναπνέω ελεύθερα•

    ле -у μόλις μπορώ και αναπνέω•

    он уже не -ит αυτός πια πέθανε•

    свежим воздухом αναπνέω φρέσκον αέρα.

    || εισπνέω. || εκπνέω. || μτφ. φυσώ, πνέω•

    не -ши на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)•

    здесь всё -ит радостью εδω είναι, χαρά θεού.

    2. αφοσιώνομαι, κατέχομαι από το πνεύμα που επικρατεί. || εμφανίζομαι, προβάλλω.
    εκφρ.
    он -ит на ладан – μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του η είναι του θανατά•
    еле ή чуть -ит – α) είνοαετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο•
    дом еле -ит – το σπίτι μόλις κρατιέται•
    не дышать – δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή.
    αναπνέω•

    дышать легко αναπνέω ελεύθερα.

    Большой русско-греческий словарь > дышать

  • 37 наконечник

    α.
    ακή, αιχμή, μύτη άκρη•

    наконечник копьй η αιχμή του ακοντίου•

    наконечник стрелы η αιχμή του βέλους•

    металлический наконечник μεταλλική άκρη.

    || προφυλακτήρας (ακής).

    Большой русско-греческий словарь > наконечник

  • 38 ястребиный

    επ.
    του γερακιού• γερακίσιος•

    -клюв το ράμφος του γερακιού•

    -ое гнездо η γερακοφωλιά.

    || γερακοειδής, γαμψός. ястребиный нос γαμψή μύτη. || μτφ. αρπαχτικός, άγριος, βλοσυρός•

    ястребиный взор (взгляд) γερακίσιο βλέμμα.

    Большой русско-греческий словарь > ястребиный

  • 39 нарост

    (дефект литья) το εξόγκωμα (ελάττωμα της χύτευσης)
    το επιφανειακό ελαττωματικό στρώμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарост

  • 40 носок

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > носок

См. также в других словарях:

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …   Dictionary of Greek

  • Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • γορίλας — (gorilla).Ανθρωπόμορφος μεγαλόσωμος πίθηκος, ο οποίος, με δύο υποείδη, ζει στην Γκαμπόν, στο Καμερούν και στο λεκανοπέδιο του Κονγκό. Η εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή εξαιτίας του όγκου του σώματός του, που μπορεί να υπερβεί σε ύψος τα 2 μ. και… …   Dictionary of Greek

  • Πετρούσκα — Χαρακτηριστικό ανδρείκελο του ρωσικού λαϊκού θεάτρου. Μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του ιταλικού Πουλτσινέλα, που έφτασε στη Ρωσία μέσω του Χάνσβουρστ, κωμικού προσώπου του γερμανικού λαϊκού θεάτρου, ανάλογου με τον δικό μας Φασουλή. Ο Π. έκανε την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»