Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ησυχία

  • 41 тишина

    [τισυνά] ουσ θ ησυχία

    Русско-эллинский словарь > тишина

  • 42 абсолютный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    απόλυτος•

    -ая истина απόλυτη αλήθεια•

    -ая тишина απόλυτη ησυχία.

    εκφρ.
    - ое большинство – απόλυτη πλειοψηφία•
    - ая монархия – απόλυτη μοναρχία•
    абсолютный чемпион – πρωταθλητής•
    абсолютный слух – το τέλειο μουσικό αυτί.

    Большой русско-греческий словарь > абсолютный

  • 43 безветрие

    ουδ.
    νηνεμία, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, μπουνάτσα.

    Большой русско-греческий словарь > безветрие

  • 44 водворить

    ρ.σ.μ.
    1. εγκατασταίνω, εγκαθιστώ, τοποθετώ• βάζω•

    водворить погорельцев εγκατασταί νω τους πυροπαθείς•

    водворить в тюрьму престуь пников βάζω στη φυλακή (φυλακίζω) τους εγκληματίες.

    2. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, επανακατασταίνω, επανακαθιστώ•

    водворить порядок αποκατασταίνω την τάξη•

    водворить тишину αποκατασταίνω (επαναφέρω) την ησυχία•

    водворить мир и спокойстве αποκατασταίνω την ειρήνη και τη γαλήνη.

    1. εγκτασταίνομαι, εγκαθίσταιααι, εγκαθιδρύομαι, τοποθετούμαι, έχω σαν τόπο διαμονής.
    2. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι –лся постепенно порядок αποκαταστάθηκε βαθμιαία η τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > водворить

  • 45 воцариться

    ρ.σ.
    1. ανέρχομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς.
    2. κυριαρχώ, επικρατώ, βασιλεύω•

    -лась тишина βασίλεψε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > воцариться

  • 46 глас

    α.
    1. παλ. βλ. голос (1,4,6 σημ.)
    2. μουσικός εκκλησιαστικός τόνος.
    εκφρ.
    вопиющего в пустыне – φωνή βοώντος εν τη ερήμω•
    ни -а, ни воздыхания – ούτε ανάσα δεν ακουόταν (απόλυτη ησυχία).

    Большой русско-греческий словарь > глас

  • 47 днём

    επίρ.
    μέρα, κατά την ημέρα, τη μέρα, στη διάρκεια της μέρας•

    это случилось днём αυτό συνέβηκε τη μέρα•

    я не имею покоя ни -, ни ночью δεν εχω (βρίσκω) ησυχία ούτε μέρα, ούτε νύχτα.

    εκφρ.
    днём с огнём не найти – (απλ.) ψάχνεις να βρεις βελόνι στ' άχυρα.

    Большой русско-греческий словарь > днём

  • 48 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 49 дорассветный

    επ. ο πριν τα χαράματα•

    -ая тишина η πριν να φέξει ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > дорассветный

  • 50 затишье

    ουδ.
    1. κάλμα, γαλήνη, νηνεμία, ηρεμία. || σιωπή, σιγή, ησυχία, σιγαλιά.
    2. απάγκιο, απανέμι, απανεμιά. || μέρος απόμακρο, απομονωμένο.
    3. Μτφ. νέκρα, στασιμότητα.

    Большой русско-греческий словарь > затишье

  • 51 зловещий

    επ., βρ: -вещ, -а, -о
    κακός, απαίσιος, αποτρόπαιος, -ιαστικός• κάκιστος•

    -голос απαίσια φωνή•

    -ие признаки κακά σημάδια•

    зловещий сон κακό (άσχημο) όνειρο•

    -ее преступление στυγερό έγκλημα•

    -ее карканье απαίσιος κρωγμός•

    -ая птица κακός οιωνός.

    || βλοσυρός• δεινός• φοβερός•

    -ая тишина φοβερή ησυχία•

    зловещий кашель φοβερός βήχας.

    Большой русско-греческий словарь > зловещий

  • 52 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 53 келейный

    επ.
    του κελιού•

    -ая жизнь μοναστική ζωή•

    -ая тишина άκρα ησυχία, νέκρα.

    || κρυφός, μυστικός.

    Большой русско-греческий словарь > келейный

  • 54 молчание

    ουδ.
    σιγή, σιωπή, ησυχία•

    хранить молчание τηρώ σιγή•

    прервать молчание διακόπτω. τη σιωπή• молчание - знак согласия η σιγή είναι ένδειξη συγκατάθεσης•

    принудить кого-л. к -ю επιβάλλω σε κάποιον να σωπάσει.

    εκφρ.
    обойти что-л. -ем – αποσιωπώ κάτι (αφήνω άθικτο).

    Большой русско-греческий словарь > молчание

  • 55 муха

    θ.
    μΰγα•

    комнатная муха οικιακή μύγα.

    εκφρ.
    кзлые -и – χιονονιφάδες•
    до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•
    -и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•
    - и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•
    -у раздавить (ή задавить, зашибить)απλ. κρασοπίνω•
    считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•
    делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•
    быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•
    так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > муха

  • 56 накачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накачанный, βρ: -чан, -а, -о.
    1. αντλώ• γεμίζω αντλώντας•

    накачать воды αντλώ νερό•

    накачать бочку воды γεμίζω με την αντλία ένα βαρέλι νερό.

    || φουσκώνω, γεμίζω με αέρα•

    накачать велосипедную камеру φουσκώνω τη σαμπρέλα του ποδηλάτου•

    шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού.

    2. μτφ. μεθώ, ποτίζω κάποιον.
    3. μτφ. βάνω στο νου κάποιου, εξηγώ, δίνω να καταλάβει, γεμίζω το κεφάλι.
    εκφρ.
    не было печоли, (так) черти -ли – (απλ.) καλά ήμασταν στην ησυχία μας, η έρμη τύχη τά φέρε έτσι.
    1. κουνιέμαι, λικνίζομαι, τραμπαλίζομαι.
    2. μτφ. παραπίνω, σουρώνω, γίνομαι τάπα στο μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > накачать

  • 57 настать

    -анет
    ρ.σ.
    αρχίζω, έρχομαι, φτάνω πλησιάζω•

    -ла весна ήρθε η οιξη•

    настать ла полночь ήρθαν τα μεσάνυχτα•

    -ли праздники έφτασαν οι γιορτές•

    -ло время расстаться έφτασε η ώρα του χωρισμού (να χωριστούμε)настатьет день, когда... θά ρθει η μέρα, που...

    γίνομαι•

    -ла тишина έγινε ησυχία•

    -ла минута молчания έγινε ενός λεπτού σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > настать

  • 58 невозмутимый

    επ., βρ: -тим, -а, -о
    ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος. || αδιατάραχτος• πλήρης, απόλυτος•

    -ая тишина απόλυτη ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > невозмутимый

  • 59 ненарушимый

    επ., βρ: -шим, -а, -о.
    1. απαράβατος, απαραβίαστος•

    -ые обты απαράβατες υποσχέσεις (τάματα).

    2. αδιατάραχτος•

    -ая тишина αδιατάραχτη. ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > ненарушимый

  • 60 нерушимый

    επ., βρ: -шим, -а, -о
    ακατάλυτος, απαράβατος άφθαρτος•

    -ая дружба ακατάλυτη φιλία•

    -ая клятва απαράβατος όρκος.

    || απόλυτος•

    -ая тишина απόλυτη ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > нерушимый

См. также в других словарях:

  • ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»