-
21 возмутить
возмутитьсов, возмущать несов (выводить из себя) προκαλώ τήν ἀγανάκτηση, κάνω κάποιον ἔξω φρενών, ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω· ◊ \возмутить покой χαλάω τήν ήσυχία. -
22 глубокий
глубок||ийприл в разн. знач. βαθύς:\глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα. -
23 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
24 кругом
кругом1. нареч ὀλογυρα, γύρω, τριγύρω, πέριξ:повернуться \кругом κάνω μεταβολή· направо \кругом! воен. κλίνατε ἐπί δεξιά!·2. нареч (вокруг, со всех сторон) γύρω, ὁλόγυρα:\кругом все ти́хо γύρω εἶναι ἡσυχία·3. нареч (полностью) ὀλοτελα, ὀλοτελώς:\кругом виноват σέ ὀλα φταίω·4. предлог (вокруг чего-л.) γύρω ἀπό. -
25 мертвый
мертв||ыйприл νεκρός (тж. перен)/ πεθαμένος, ἄπνους:\мертвый язык ἡ νεκρή γλῶσσα· \мертвыйая точка тех. τό νεκρό σημείο· \мертвый сезон ἡ νεκρή σεζόν, ἡ ἐποχή ἀπ-ραξίας· \мертвыйая тишина ἡ νεκρική σιγή, ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· ◊ \мертвыйая петля ἀβ. τό λούπιγκ· \мертвыйое пространство воен. τό ἀπυ-ρόβλητο[ν]· \мертвыйая зыбь мор. ἡ φουσκοθα-λασσιά· \мертвыйая хватка τό θανάσιμο ἀγκάλιασμα· \мертвый час ἡ ῶρα ἀνάπαυσης· спать \мертвыйым сном κοιμάμαι βαθειά· ни жив ни мертв разг μισοπεθαμένος. -
26 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
27 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
28 невозмутимый
невозмутим||ыйприл1. ἀτάραχος, ήρεμος, ἀπαθής:\невозмутимыйый тон ἀτάραχο ὕφος·2. (ничем не нарушаемый) ἀδιατάρακτος:\невозмутимыйая тишина ἡ ἀδιατάρακτη ἡσυχία. -
29 отбой
отб||о́йм1. воен. τό σύνθημα ὑποχώρησης, τό ἀνακλητικό / τό σιωπητήριο (в конце дня):бить \отбой σημαίνω, σαλπίζω τό ἀνακλητικό, σαλπίζω παύση·2. (телефонный):давать \отбой διακόπτω τήν σύνδεση· ◊ от него́ нет \отбойою разг δέν βρίσκω ἡσυχία ἀπ' αὐτόν у нас нет \отбойо́ю от предложений πλημμυρίσαμε ἀπό προτάσεις. -
30 отдых
отдыхм ἡ ἀνάπαυση [-ις], ἡ ήσυχία, ἡ ἀνάπαυλα / ἡ ἀνακούφιση (передышка):дом \отдыха τό ἀναπαυτήριο, ὁ οίκος ἀναπαύσεως· день \отдыха ἡ ήμερα σχόλης (или ἀναπαύσεως)· право на \отдых τό δικαίωμα τής ἀνάπαυσης. -
31 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
32 спокойствие
спокойствиес ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ ἀταραξία, ἡ γαλήνη (безмятежность):общественное \спокойствие ἡ δημοσία τάξη· душевное \спокойствие ἡ ψυχική γαλήνη, ἡ ψυχική ήρεμία. -
33 тише
тише1. сравнит, ст. от тихо, тихий· 2.:\тише! а) ήσυχία!, б) σιγώτερα!, σιωπή! (молчать/)· \тише, да́йте послушать σιωπή, ν' ἀκούσουμε· ◊ быть \тише воды́, ни́же травы́ погов. ήσυχος σάν ἀρνάκι. -
34 тишина
тишин||аж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε. -
35 успокаиваться
успока́ива||ться1. καθησυχάζω (άμετ.), ἡσυχάζω (ά^ετ.):море начало \успокаиватьсяться ἡ θάλασσα γαλήνεψε· успокойтесь! а) ἡσυχάστε!, б) (замолчите) ἡσυχία!, σιωπή!· не \успокаиватьсяться на достигнутом δέν ἐφησυχάζω, δέν ἐπαναπαύομαι ἐπί τών ἐπιτυχιών·2. (прекратиться) παύω (άμετ.), καταπραΰνομαι, ἡσυχάζω (о боли)/ κοπάζω, πέφτω (о ветре). -
36 успокоение
успоко||ениес1. (действие) ἡ καθησύ-χαση [-ις], ὁ κατευνασμός, ἡ καταπράϋνση [-ις]:для \успокоениеения совести γιά νά ἔχω τή συνείδηση μου ήσυχη·2. (состояние) ἡ ἡρεμία, ἡ ήσυχία. -
37 царить
цар||и́тьнесов прям., перен βασιλεύω/ κυριαρχώ (господствовать):\царитьи́т тишина βασιλεύει ἡσυχία. -
38 спокойствие
[σπακόϊστβιιε] ουσ. ο. ησυχία -
39 тишина
[τισυνά] ουσ. θ. ησυχία -
40 спокойствие
[σπακόϊστβιιε] ουσ ο ησυχία
См. также в других словарях:
ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek
ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)