Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+επιστροφή

  • 41 взаймы

    επίρ.
    δανεικά, με επιστροφή, ανταποδοτικά•

    брать (получить) взаймы παίρνω δανεικά, δανείζομαι•

    давать взаймы δίνω δανεικά, δανείζω.

    Большой русско-греческий словарь > взаймы

  • 42 денационализация

    θ.
    βαθμιαία απώλεια εθνικών ιδιοτήτων (πολιτισμού, γλώσσας κλπ). || επιστροφή εθνικοποιημένης περιουσίας στους πρώην κατόχους.

    Большой русско-греческий словарь > денационализация

  • 43 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 44 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 45 невозвратно

    επίρ.
    ανεπίστρεπτα, -τί, αγύριστα, χωρίς επιστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > невозвратно

  • 46 необратимость

    θ.
    η μη επιστροφή, το ανεπίστρεπτον.

    Большой русско-греческий словарь > необратимость

  • 47 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 48 оборачивание

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα.
    2. επιστροφή. || τροπή.
    3. μεταμόρφωση.
    4. κυκλοφορία, διακίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > оборачивание

  • 49 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 50 отлив

    α.
    1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.
    2. έκχυση με άντληση.
    3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.
    4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.
    5. η άμπωτη•

    отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.

    || μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•

    временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.

    6. απόχρωση•

    золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.

    || παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή.

    Большой русско-греческий словарь > отлив

  • 51 отсылка

    θ.
    1. αποστολή, στάλσιμο. || επιστροφή αποσταλμένου αντικειμένου.
    2. παραπομπή (σε κείμενο).

    Большой русско-греческий словарь > отсылка

  • 52 прилёт

    α. (για πτηνά)• επιστροφή, γύρισμα, ερχομός.

    Большой русско-греческий словарь > прилёт

  • 53 реверсия

    θ.
    1. βλ. атавизм.
    2. βλ. реверсирование.
    3. (νομ.)
    επιστροφή περιουσίας στον προκάτοχο.

    Большой русско-греческий словарь > реверсия

  • 54 реституция

    θ.
    1. (νομ.)• αποκατάσταση δικαιωμάτων. || απόδοση, επιστροφή ξένου αντικειμένου (πράγματος).
    2. (βιολ.) αποκατάσταση, ανανέωση, θρέψιμο, επούλωση.

    Большой русско-греческий словарь > реституция

  • 55 реэвакуация

    θ.
    επιστροφή στα εκκενω-θέντα εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > реэвакуация

  • 56 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 57 сбегание

    ουδ.
    τρέξιμο, γρήγορη μετάβαση με επιστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > сбегание

  • 58 сведение

    ουδ.
    1. πληροφορία, είδηση•

    по -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου•

    сведение получить важные сведение παίρνω σοβαρές πληροφορίες•

    достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες•

    сведение собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    статистические -я στατιστικά στοιχεία.

    2. πλθ. -я γνώσεις•

    элементарные -я по физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσικής.

    3. κατατόπιση, ενημέρωση•

    к вашему -ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση•

    сведение принять к -ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.

    ουδ.
    1. κατέβασμα, κατάβαση.
    2. μεταφορά με επιστροφή• οδήγηση• μεταφορά. || στροφή, καμπή, γύρισμα.
    3. αναμέρισμα, απομάκρυνση από κάτι.
    4. αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη.
    5. κοπή, κόψιμο.
    6. συνάντηση, γνωριμία.
    7. ένωση, σμίξη. || σύνδεση.
    8. λογαριασμός.
    9. περιορισμός, περιστολή.

    Большой русско-греческий словарь > сведение

  • 59 сплавать

    ρ.σ. πλέω προς και με επιστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > сплавать

  • 60 сходить

    схожу, сходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. сойти.
    2. (με το αρνητικό μόριο не)• δε σηκώνομαι•

    сходить больной не -ил с постели ο άρρωστος δε σηκώνονταν από το κρεβάτι.

    εκφρ.
    не сходить с языка ή с уст – δεν τον βγάζει από το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα.
    βλ. сойтись.
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή)•

    за покупки πηγαίνω για ψώνια•сходитьи за водой πήγαινε για νερό.

    2. αφοδεύω, αποπατώ, ενεργούμαι, βγαίνω• κάνω•

    сходить за большой κάνω το χοντρό•

    сходить за маленькой κάνω το ψιλό.

    Большой русско-греческий словарь > сходить

См. также в других словарях:

  • Επιστροφή —         (epistrophe) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἐπιστροφή — turning about fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… …   Dictionary of Greek

  • επιστροφή — η 1. το να δίνεται κάτι πίσω, γύρισμα: Επιστροφή των δανεικών. 2. η επάνοδος σε κάποιο τόπο, ο γυρισμός, το ξαναγύρισμα: Η επιστροφή του ξενιτεμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιστροφῇ — ἐπιστροφῆι , ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc dat sg (epic ionic) ἐπιστροφή turning about fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρόφη — ἐπί στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) ἐπί στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπί στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στροφέω cause… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστροφαῖς — ἐπιστροφή turning about fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστροφαί — ἐπιστροφή turning about fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστροφῇσι — ἐπιστροφή turning about fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστροφήν — ἐπιστροφή turning about fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστροφῶν — ἐπιστροφή turning about fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»