-
1 ελιά
η см. εληά -
2 ελιά
1) olive2) olivier -
3 ελιά
oliwka (f) rzecz. -
4 ελιά
1) oliva2) olivovník3) olivový -
5 ελιά
oliveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελιά
-
6 επάνω
1. επίρρ. I1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;εκεί επάνω — там наверху;
εδώ επάνω — здесь наверху;
ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;
σήκω επάνω — вставай, поднимайся;
2) на (ком-л.); при (ком-л.);επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;
ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;
τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;
τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;
βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;
δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;
3) против, на;επάνω μας — на нас, против нас;
επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;
II με π ров.1):επάνω σε — а) на;
στο τραπέζι — на столе;επάνω στο δέντρο — на дереве;
τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;
επάνω στο δρόμο — на улице;
б) в момент, во время;ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;
επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;
επάνω στη δουλειά μου — во время работы;
στην ώώρα — вовремя; — в) против;πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;
2):επάνω από — а) сверх, более; — выше;
επάνω από χίλιοι — более тысячи;
επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;
επάνω από τη ρίζα — выше корня;
επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;
επάνω από το τραπέζι — над столом;
3):κατ' επάνω — против;
ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;
III με αντων.:επάνω πού — в тот момент, когда;
επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;
επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;
IV με σύνδ.1):έως ( — или ως) επάνω — доверху;
γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;
2):κι' επάνω — выше; — более;
τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;
εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;
τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;
§ επάνω - επάνω а) слегка;
б) поверхностно;του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;
επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;
είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;
είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;
παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;
πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;
η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;
τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;
πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;
τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);
τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;
2. επίθ. άκλ. верхний;τό επάνω μέρος — верхняя часть;
τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;
οι επάνω — живущие на верхнем этаже;
ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;
§ τό επάνω επάνω — верхний слой (масла,.молока, супа)
-
7 λιο-
-
8 διαγγελία
διαγγ-ελία, ἡ,A notification, J.BJ3.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγγελία
-
9 παραγγελία
παραγγ-ελία, ἡ,A command or order issued to soldiers, X.HG2.1.4, Act.Ap.16.24; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς π. for giving the word of command, Plb.6.27.1: generally, order issued by an authority, PAmh.2.68.63 (i A. D.), etc.II summoning one's partisans to support one in a suit at law, exertion of influence, σπουδὴ καὶ π., συγγνώμη καὶ π., D.19.1, 283.III set of rules or precepts,ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Arist. EN 1104a7
;παραδόσεις καὶ π. Phld.Rh.1.78
S. (pl.);μεθοδικὴ π. Phld. Po.2.33
; instruction, precept, advice, Hp.Jusj., D.S.4.36, 15.10;τὸ τέλος τῆς π. ἐστὶν ἀγάπη 1 Ep.Ti.1.5
; τεχνίτης π. λογικῆς, of rules of literary composition, D.S.26.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγγελία
-
10 προαγγελία
προαγγ-ελία, ἡ,A previous announcement, Ruf. Rh.p.401 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγγελία
-
11 προσαγγελία
προσαγγ-ελία, ἡ,A bringing of tidings, message, SIG567.8 (Calymna, iii B.C., [dialect] Dor. [pref] ποτ-), Plb.5.110.11, 14.6.2;τῶν κακῶν προσαγγελίαι Plu.2.504f
.II information laid against a person, IG9(2).1109.87(Coropa, ii B.C., pl.), TAM2.487 ([place name] Patara), OGI515.20, al. (Mylasa, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγγελία
-
12 ἀπαγγελία
ἀπαγγ-ελία, ἡ,A report, e.g. of an ambassador, D.19.5,al., Arist.Rh.Al. 1438b10;ἀ. ποιεῖσθαι Lycurg.14
; in Psychology, reports of the senses, Plot.4.6.3.2 narrative, recital, description,ὧν.. βραχεῖα ἡ ἀ. ἀρκεῖ Th. 3.67
; lyric poetry is said to be , cf. Phld.Po.5.1425.2; dramatic poetry is expressed by actionκαὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας Arist.Po. 1449b26
, cf. ib.11, D.H.Comp. 20.II diction, Id.Dem.25, Plu.Dem.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγγελία
-
13 ἐξαγγελία
ἐξαγγ-ελία, ἡ,II expression, of style, Longin.Rh.p.186H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγγελία
-
14 ἐπαγγελία
ἐπαγγ-ελία, ἡ,A command, summons, Plb.9.38.2.b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.);τοῦ ἀγῶνος SIG561.9
([place name] Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.2 as law-term, ἐ. (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ),ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64
, cf. 81;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29
: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14;τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN 1164a29
, cf. Phld.Herc.1251.20;ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6
; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 ([place name] Lagina);ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10
([place name] Mylasa);ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9
, cf. GDI 3624a34 ([place name] Cos).5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγελία
См. также в других словарях:
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουσ(σ)ελία — η, Ν βοτ. γένος θάμνων τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. russelia, από το όνομα τού Α. Russell, Άγγλου φυσικού] … Dictionary of Greek
Sithonia (Gemeinde) — Δήμος Σιθωνίας (Σιθωνία) … Deutsch Wikipedia
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ВЕЛИЯ — • Velĭa, Ου̉έλια, Ου̉ελία, кроме незначительного города этого названия в тарраконской Испании была еще В. в Лукании, основанная фокейцами ок. 553 г. до Р. X., которая называлась сначала Ύέλη (Hdt. 1, 167), потом Έλέα. В. находилась в… … Реальный словарь классических древностей
Elia, Nicosia — Elia Ελιά (Greek) Doğancı (Turkish) … Wikipedia
Elia (Sithonia) — Elia Ελιά … Deutsch Wikipedia
αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] … Dictionary of Greek
ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά … Dictionary of Greek