Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+δεξιά

  • 61 поправеть

    -вею, -веешь
    ρ.σ. γίνομαι πιο δεξιός, πηγαίνω πιο δεξιά (για πεποιθήσεις ιδεολογία κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > поправеть

  • 62 правобережье

    ουδ. η δεξιά όχθη (ποταμού).

    Большой русско-греческий словарь > правобережье

  • 63 правооппортунистический

    επ.
    δεξιός-οππορ-τουνιστικός•

    правооппортунистический уклон δεξιά-οππορτουνιστική παρέκκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > правооппортунистический

  • 64 примкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примкнушый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω• προσεγγίζω•

    примкнуть доски προσεγγίζω τις σανίδες•

    правый фланг армии -ул к лесу η δεξιά πτέρυγα του στρατού πλησίασε στο δάσος.

    2. προσχωρώ, περνώ με το μέρος•

    он -ул к моим противникам αυτός προσχώρησε στους αντιπάλους μου.

    εκφρ.
    примкнуть штык – βάζω εφ όπλου λόγχη.

    Большой русско-греческий словарь > примкнуть

  • 65 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 66 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 67 резерв

    α.
    1. εφεδρεία•

    ввести в бой последние -ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες•

    батальон отошл в резерв το τάγμα αποσύρθηκε σε εφεδρεία.

    2. (συνήθως πλθ.)• -ы αποθέματα•

    государственные материальные и продовольственные -ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα.

    3. (στρατ.) οι έφεδροι.
    4. (συνήθως πλθ.) -вы, -вов• τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού).
    εκφρ.
    трудовые -ы – εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών).

    Большой русско-греческий словарь > резерв

  • 68 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 69 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

  • 70 траверс

    α.
    1. (στρατ.) διάχωμα πλευρικό ή πισινό.
    2. (ναυτ. κ. αερπ.) το τραβέρσο, η αντιμονή.
    3. πλευρά σκάφους•

    с правого -а από τη δεξιά πλευρά του σκάφους.

    α. (αθλτ.) πέρασμα, δίοδος σε κορυφογραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > траверс

  • 71 тут

    επίρ.
    1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•

    вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•

    он был тут αυτός ήταν εδώ•

    тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.

    || αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.
    2. μόριο
    επιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.
    εκφρ.
    тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•
    тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•
    что тут и чего тутβλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.
    α. κ. тута
    θ.
    η μουριά, η συκαμινιά, μορέα.

    Большой русско-греческий словарь > тут

  • 72 уклон

    α.
    1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•

    катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.

    2. κλίση, γέρμα•

    уклон мачты η κλίση του καταρτιού•

    уклон столба η κλίση του στύλου.

    3. απόκλιση•

    уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.

    4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση•

    левый уклон αριστερή παρέκκλιση•

    борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.

    5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•

    спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.

    εκφρ.
    под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уклон

  • 73 уклонить

    -они, -онишь
    - παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. παλ. απομακρύνω, αποκλίνω, δίνω άλλη κατεύθυνση. || μτφ. αποτρέπω•

    уклонить кого–нибудь от преступления αποτρέπω κάποιον από το έγκλημα.

    1. αποφεύγω, διαφεύγω•

    уклонить от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. μτφ. δεν επιθυμώ•

    от знакомств αποφεύγω τις γνωριμίες•

    уклонить от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.

    3. παρεκκλίνω, ξεφεύγω, αλλάζω κατεύθυνση•

    мы -лись вправо и попали в болото εμείς παρεκκλίναμε δεξιά και πέσαμε στο βάλτο•

    дорога -лась влево ο δρόμος έστριβε αριστερά.

    4. μτφ. εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уклонить

  • 74 уточка

    θ.
    παπάκι.
    εκφρ.
    ходить -ой – βαδίζω γέρνοντας το σώμα δεξιά-αριστερά (σαν την πάπ ια).
    θ.
    λέπτυνση• στένεμα με τον τροχό. || το στενεμένο μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > уточка

См. также в других словарях:

  • δεξιά — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on the right hand fem nom/voc/acc dual δεξιά̱ , δεξιός on the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾷ — δεξιά right hand fem dat sg (attic doric ionic aeolic) δεξιάζω approve fut ind mid 2nd sg (epic) δεξιάζω approve fut ind act 3rd sg (epic) δεξιόομαι greet with the right hand pres subj mp 2nd sg δεξιόομαι greet with the right hand pres ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιά — (I) επίρρ. βλ. δεξιός. (II) η βλ. δεξιός …   Dictionary of Greek

  • δεξιᾶ — δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξι' — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιαί , δεξιά right hand fem nom/voc pl (ionic) δεξιά , δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξί' — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιαί , δεξιά right hand fem nom/voc pl (ionic) δεξιά , δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾶι — δεξιᾷ , δεξιά right hand fem dat sg (attic doric ionic aeolic) δεξιᾷ , δεξιάζω approve fut ind mid 2nd sg (epic) δεξιᾷ , δεξιάζω approve fut ind act 3rd sg (epic) δεξιᾷ , δεξιόομαι greet with the right hand pres subj mp 2nd sg δεξιᾷ , δεξιόομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιάν — δεξιά̱ν , δεξιά right hand fem acc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιά̱ν , δεξιός on the right hand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιάς — δεξιά̱ς , δεξιά right hand fem acc pl (ionic) δεξιά̱ς , δεξιός on the right hand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾶς — δεξιά right hand fem gen sg (attic doric ionic aeolic) δεξιᾶ̱ς , δεξιάζω approve fut ind act 2nd sg (doric) δεξιός on the right hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιαῖς — δεξιά right hand fem dat pl (ionic) δεξιός on the right hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»