Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+δεξιά

  • 41 слева

    слева
    нареч ἀπό τ' ἀριστερά, ἐξ ἀριστερών, ἀριστερόθεν:
    \слева направо ἐξ ἀριστερών προς τά δεξιά.

    Русско-новогреческий словарь > слева

  • 42 уклон

    уклон
    м
    1. (покатость) ἡ κλίση [-ις], ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια/ ἡ ἀπόκλιση (отклонение):
    катиться под \уклон прям., перен κατρακυλώ, παίρνω τόν κατήφορο·
    2. (специализация) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:
    шко́ла с техническим \уклоном ἡ σχολή μέ τεχνικήν κλίση·
    3. полит ἡ παρέκκλιση[-ις]:
    правый \уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση· левый \уклон ἡ ἀριστερή παρέκκλιση.

    Русско-новогреческий словарь > уклон

  • 43 вправо

    [φπράβα] επίρ. δεξιά

    Русско-греческий новый словарь > вправо

  • 44 направо

    [ναπράβα/] εκίρ. δεξιά

    Русско-греческий новый словарь > направо

  • 45 справа

    [σπράβα] εκίρ. δεξιά

    Русско-греческий новый словарь > справа

  • 46 вправо

    [φπράβα] επίρ δεξιά

    Русско-эллинский словарь > вправо

  • 47 направо

    [ναπράβα] επίρ δεξιά

    Русско-эллинский словарь > направо

  • 48 справа

    [σπράβα] επίρ δεξιά

    Русско-эллинский словарь > справа

  • 49 борт

    -а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.
    1. η πλευρά•

    правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.

    2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•

    бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.

    3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.
    εκφρ.
    борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•
    за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•
    за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•
    выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•
    на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•
    на -у самолета – στο αεροπλάνο•
    брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο.

    Большой русско-греческий словарь > борт

  • 50 вправе

    1. επίρ. δικαιολογημένα•

    он был вправе наказать его δικαιολογημένα αυτός τον τιμώρησε.

    2. επίρ. παλ. προς τα δεξιά.

    Большой русско-греческий словарь > вправе

  • 51 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 52 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 53 заворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завороченный, βρ: чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. στρέφω, στρίβω, γυρίζω, κόβω’ γυρίζω πίσω•

    как проедешь мост заворотитьй направо μόλις περάσεις τη γέφυρα, στρίψε δεξιά•

    тележка -ла на двор το αμάξι έστριψε για την αυλή.

    2. μ. κατευθύνω, μπάζω.
    3. μαζεύω, αναστρέφω•

    заворотить рукава μαζεύω τα μανίκια.

    1. στρέφω, στρίβω• γυρίζω.
    2. αναστρέφομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заворотить

  • 54 загиб

    α.
    1. στροφή, καμπή, αγκώνας (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.). || παρέκκλιση•

    правый загиб δεξιά παρέκκλιση.

    2. πτυχή, δίπλα•

    загиб страницы книги η δίπλα του φύλλου του βιβλίου.

    Большой русско-греческий словарь > загиб

  • 55 загребать

    ρ.δ.
    1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•

    загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•

    чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    || μτφ. κερδίζω, βγάζω•

    он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.

    2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•

    -вправо κωπηλατώ δεξιά.

    μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > загребать

  • 56 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 57 кредит

    α.
    η δεξιά σελίδα λογιστικού βιβλίου, πίστωση•

    дебет и кредит το δούναι και λαβείν.

    α.
    1. πίστωση, κρέντιτο•

    долгосрочный кредит μακροπρόθεσμη πίστωση•

    краткосрочный кредит βραχυπρόθεσμη πίστωση•

    открывать кредит ανοίγω πίστωση•

    предоставить кредит παρέχω πίστωση•

    отпустить товар в кредит βίνω εμπόρευμα με πίστωση.

    2. εμπιστοσύνη, πίστη• κύρος.
    3. βλ. кредитоспособность.
    εκφρ.
    в кредит – με πίστωση•
    государственный
    - – δημόσιο χρέος.

    Большой русско-греческий словарь > кредит

  • 58 оглядка

    θ. παλ.
    1. επιφύλαξη, προσοχή• περίσκεψη•

    в этом деле оглядка нужна σ αυτή την υπόθεση χρειάζεται προσοχή.

    2. μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα.
    εκφρ.
    без -и – α) χωρίς να κοιτάζω δεξιά-αρ ιστερά. β).χωρίς επιφύλαξη ή προσοχή, γ) απερίσκεπτα•
    с -ой – α) με επιφύλαξη, με προσοχή, β) με περίσκεψη.

    Большой русско-греческий словарь > оглядка

  • 59 поехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. πηγαίνω,φεύγω•

    поехать на курорт πηγαίνω στη λουτρόπολη•

    на пароход πηγαίνω ατμοπλοϊκά, με το πλοίο.

    || κατευθύνομαι, κόβω, τραβώ•

    повозка -ла направо το αμάξι έκοψε δεξιά.

    2. μτφ. αρχίζω να φλυαρώ ενοχλητικά, πιάνω τη λίμα, αρχίζω την πάρλα•

    вот болтун•, как -ал, не остановишь να φλύαρος: σαν αρχίσει την πάρλα δεν τον σταματάς.

    Большой русско-греческий словарь > поехать

  • 60 поправение

    ουδ.
    κλίση, τράβηγμα πιο δεξιά (για πεποιθήσεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > поправение

См. также в других словарях:

  • δεξιά — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on the right hand fem nom/voc/acc dual δεξιά̱ , δεξιός on the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾷ — δεξιά right hand fem dat sg (attic doric ionic aeolic) δεξιάζω approve fut ind mid 2nd sg (epic) δεξιάζω approve fut ind act 3rd sg (epic) δεξιόομαι greet with the right hand pres subj mp 2nd sg δεξιόομαι greet with the right hand pres ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιά — (I) επίρρ. βλ. δεξιός. (II) η βλ. δεξιός …   Dictionary of Greek

  • δεξιᾶ — δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξι' — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιαί , δεξιά right hand fem nom/voc pl (ionic) δεξιά , δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξί' — δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc/acc dual (ionic) δεξιά̱ , δεξιά right hand fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιαί , δεξιά right hand fem nom/voc pl (ionic) δεξιά , δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc pl δεξιά̱ , δεξιός on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾶι — δεξιᾷ , δεξιά right hand fem dat sg (attic doric ionic aeolic) δεξιᾷ , δεξιάζω approve fut ind mid 2nd sg (epic) δεξιᾷ , δεξιάζω approve fut ind act 3rd sg (epic) δεξιᾷ , δεξιόομαι greet with the right hand pres subj mp 2nd sg δεξιᾷ , δεξιόομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιάν — δεξιά̱ν , δεξιά right hand fem acc sg (attic doric ionic aeolic) δεξιά̱ν , δεξιός on the right hand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιάς — δεξιά̱ς , δεξιά right hand fem acc pl (ionic) δεξιά̱ς , δεξιός on the right hand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιᾶς — δεξιά right hand fem gen sg (attic doric ionic aeolic) δεξιᾶ̱ς , δεξιάζω approve fut ind act 2nd sg (doric) δεξιός on the right hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιαῖς — δεξιά right hand fem dat pl (ionic) δεξιός on the right hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»