-
41 деквалификация
[*][ντικβαλιφικάτσυγια) ουσ θ. απώλεια -
42 лишение
[λισένιιε] ουσ. ο. απώλεια, (απο)στέρηση -
43 утрата
[ουτράτα] ουσ. θ. χάσιμο, απώλεια -
44 деквалификация
[*][ντικβαλιφικάτσυγια) ουσ θ. απώλεια -
45 лишение
[λισένιιε] ουσ ο απώλεια, (απο)στέρηση -
46 утрата
[ουτράτα] ουσ θ χάσιμο, απώλεια -
47 безвозвратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αγύριστος, χαμένος για πάντα•-ая потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
-ое прошедшее το αγύριστο παρελθόν.
2. ανεπίστρεπτος, χωρίς επιστροφή•-ая ссуда δάνειο χωρίς επιστροφή.
-
48 бесполезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноανώφελος, μάταιος, άδικος, χαμένος•-ая трата сил ανώφελη απώλεια δυνάμεων.
-
49 бессознательность
-и θ.1. αναισθησία (απώλεια αισθήσεων).2. το ασυνείδητο(ν). -
50 вырождение
-я ουδ.εκφυλισμός (απώλεια πολύτιμων προγονικών ιδιοτήτων)•признаки -я σημάδια εκφυλισμού.
-
51 деквалификация
-и θ.απώλεια της ειδικότητας, των γνώσεων, πείρας, αποειδικοποιηση. -
52 денатурализация
-и θ. (νομ.) στέρηση αφαίρεση, απώλεια ιθαγένειας. -
53 денационализация
-и θ.βαθμιαία απώλεια εθνικών ιδιοτήτων (πολιτισμού, γλώσσας κλπ). || επιστροφή εθνικοποιημένης περιουσίας στους πρώην κατόχους. -
54 дисквалификация
-и θ.ανικανότητα απόκτησης ειδικότητας. || απώλεια της ειδικότητας. || αποκλεισμός αθλητή από τους αγώνες. -
55 из...
(κ. изо..., изъ..., ис...) πρόθεμα.I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης από μέσα προς τα έξω από τα όρια ενός μέρους αφαίρεση, εξαγωγή από κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα «вы...»).2. επέκταση της ενέργειας σε όλο,το αντικείμενο, προς όλες τις κατευθύνσεις.3. φορά της ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας.4. πλήρη κατανάλωση του αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια.5. (με το μόριο -ся) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθεται απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας.II.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρωσης ενός χρώματος. -
56 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
57 невознаградимый
επ., βρ: -дам, -а, -о1. ανεκτίμητος, ατίμητος•-ая услуга ανεκτίμητη υπηρεσία.
2. ανεπανόρθωτος•-ая утрата ανεπανόρθωτη απώλεια•
неволей βλ. волей-неволей.
-
58 невыгода
-ы θ.1. ζημιά, βλάβη, απώλεια ή χασούρα•учесть выгоды и -ы предпринимателей υπολογίζω τα οφέλη (κέρδη) και τις ζημίες των επιχειρηματιών.
2. η αρνητική πλευρά• μειονέκτημα, ελάττωμα. -
59 незаменимый
επ., βρ: -ним, -а, -оαναντικατάστατος, δυσαναπλήρωτος•незаменимый содрудник αναντικατάστατος συνεργάτης•
-ая потеря δυσαναπλήρωτη απώλεια.
-
60 непродуктивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно; μη παραγωγικός, μη αποδοτικός•-ая трата времени η μη παραγωγική απώλεια χρόνου•
-ая группа глаголов ομάδα ρημάτων από τα οποία δε σχηματίζονται παράγωγες λέξεις.
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)