-
61 обезличение
-я ουδ.1. απώλεια της ατομικότητας, της οντότητας.2. απροσωπία, ανευθυνία. -
62 оплакать
-ачу, -ачешьρ.σ.μ.κλαίω (θάνατο, απώλεια κ.τ.τ.)• ахилвс -ал смерть патрбкла ο Αχιλλέας έκλαψε το θάνατο του Πάτροκλου. -
63 ощутимый
επ. βρ: -тим, -а, -оβλ. ощутительный- холод здесь мало -им το κρύο εδώ είναι ανεπαίσθητο•мило ощутимыйая потеря ασήμαντη απώλεια.
-
64 ощутительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αισθητός, επαισθητός, αξιοσημείωτος, σημαντικός αντιληπτός•-ая потеря αισθητή απώλεια•
-ые успехи σημαντικές επιτυχίες.
-
65 падение
-я ουδ.1. πτώση, πέσιμο•падение снаряда πτώση του βλήματος•
падение барометра πτώση του βαρόμετρου.
2. άλωση, κατάληψη - Константинополя η πτώση της Κωνσταντινούπόλης.3. μείωση, ελάττωση•падение цен πτώση των τιμών.
4. ξεπεσμός, κατάπτωση•моральное падение ηθική κατάπτωση.
|| απώλεια αγνότητας, σεμνότητας. -
66 проигрыш
-а α.χάσιμο απώλεια, ήττα•матча χάσιμο της συνάντησης (του ματς)•
судебного процесса το χάσιμο της δίκης•
сражения χάσιμο της μάχης•
проигрыш времени χάσιμο χρόνου•
большой проигрыш χασούρα (στο χαρτοπαίγνιο)•
быть в -е χάνω, έχω χασούρα•
остаться в -θ χάνω το παιγνίδι, νικιέμαι.
-
67 пропажа
-и θ.1. χάσιμο, απώλεια• εξαφάνιση.2. αντικείμενο χαμένο•найти -у βρίσκω το χαμένο.
-
68 убыток
-тка α. απώλεια, χάσιμο, φθορά, ζημιά, βλάβη•нести (потерпеть) убыток ζημιώνομαι, βλάπτομαι•
продавать без -тка πουλώ με το αζημίωτο•
продавать с -тком πουλώ με ζημία.
εκφρ.в -тке быть (находить(ся) – ζημιώνομαι, βγαίνω ζημιωμένος. -
69 урон
-а α.απώλεια, χάσιμο• ζημιά•нанести урон επιφέρω απώλειες•
войска противника понесли большой урон τα εχθρικά στρατεύματα είχαν (υπέστησαν) μεγάλες απώλειες.
-
70 утеря
-и θ.χάσιμο, απώλεια•утеря документов το χάσιμο εγγράφων.
-
71 утруска
-и θ.απώλεια από το βάρος (κατάτη μεταφορά κοκκιωδών). -
72 шкода
-ы θ. (απλ.).1. ζημιά, βλάβη, απώλεια.2. αταξία, ακαταστασία• παρεκτροπή.3. ζημιωτής• ζημιάρης. -
73 шкодить
-дишьρ.δ. (απλ.) προξενώ ζημιά, βλάβη, απώλεια.
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)