-
1 σίμβλος
σίμβλος, ὁ, 1) Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 598; vgl. Schol. zu Ar. a. r. O.; Arist. H. A. 9, 40; Ap. Rh. 2, 132; Opp. Cyn. 4, 271; Strat. 88 (XII, 249) u. A. (Von den Alten Schol. Theocr. 7, 80, als Zusammenziehung au, σιμόβολον detrachtet, vgl. σιμός; richtiger wohl von μέλι, βλίττω). – 2) übertr., Vorrathskammer, Speicher, χρημάτων, Ar. Vesp. 241.
-
2 σίμβλος
-
3 σίμβλη
σίμβλη, ἡ, = σίμβλος (?).
-
4 δι-ηρεφής
-
5 διηρεφής
См. также в других словарях:
σίμβλος — beehive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλος — ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α 1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ. β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.) 2. φρ. «σίμβλος χρημάτων» μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek
σίμβλοι — σίμβλος beehive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλοιο — σίμβλος beehive masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλοις — σίμβλος beehive masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλοισι — σίμβλος beehive masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλον — σίμβλος beehive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλου — σίμβλος beehive masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλους — σίμβλος beehive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλων — σίμβλος beehive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλῳ — σίμβλος beehive masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)