-
61 γέννημα
A that which is produced or born, child, S.Tr. 315;παίδων τῶν σῶν νέατον γ. Id.Ant. 627
;τῶν Λαΐου.. τις ἦν γεννημάτων Id.OT 1167
: generally, any product or work, Pl.R. 597e, etc.: in pl., fruits of the earth, Plb.1.71.1, etc.;τῶν στοιχείων Phld.Sign.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέννημα
-
62 γεώργημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεώργημα
-
63 γλώσσημα
A = γλῶσσα 11.2, Quint.Inst.1.8.15, M.Ant.4.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλώσσημα
-
64 γράφημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γράφημα
-
65 δαιδαλούργημα
A = δαίδαλμα, δ. χάλκειον Vett. Val.275.4 [suff] δαιδαλουργ-ία, ἡ, cunning workmanship, Corp.Herm.3.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιδαλούργημα
-
66 δαπάνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαπάνημα
-
67 δέημα
-
68 δέσμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμημα
-
69 δήλημα
-
70 δημιούργημα
A a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.;δ. χειρῶν D.H.Comp.1
;τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b
; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr. 175;θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208
; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιούργημα
-
71 δημοκόπημα
A attempt to gain mob-favour, App.BC1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκόπημα
-
72 διαίρημα
2 logical division, Simp.in Cat. 425.1.3 in pl., gloss on φακῶν ἐρέγματα, Erot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαίρημα
-
73 διαίτημα
A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg.,δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3
.2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαίτημα
-
74 διακίνημα
A displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακίνημα
-
75 διακόλλημα
A stuffing, Eup.409.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόλλημα
-
76 διακόνημα
A servants' business, service,δουλικὰ δ. Pl.Tht. 175e
;δ. ἐγκύκλια Arist.Pol. 1255b25
, cf. CIG2811b24 (Aphrodisias, prob.).II pl., instruments or utensils of service, Ath.6.274b, Diog.Ep.37.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόνημα
-
77 διακράτημα
A remedy to be held in the mouth, Gal.12.268.II that which is held together, Secund.Sent.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακράτημα
-
78 διαμάρτημα
A mistake, POxy.1235.64 (Arg. Men.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμάρτημα
-
79 διαμάσημα
A that which is chewed, Hp.Aff.4, Dsc.1.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμάσημα
-
80 διανόημα
A thought, notion, X.HG7.5.19, Isoc.3.9, Pl.Smp. 210d;διανοήματος εὐτέλεια Plu.2.40c
; thought, opp. words, Pl.Prt. 348d, Phld.Po.2.30,40: pl., meanings of words, Id.Rh.2.190S.; esp. whim, sick fancy, Hp.Epid.1.23; intention, PLond.5.1724.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανόημα
См. также в других словарях:
ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ἤμα — ἤμᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧμα — that which is thrown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμά — ἡμός neut nom/voc/acc pl ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc/acc dual ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμάς — ἡμά̱ς , ἡμός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek
μελέδημα — μελέδημα, ατος, τὸ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).… … Dictionary of Greek
μόσχημα — μόσχημα, τὸ (Α) μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού μόσχευμα, κατά τα ουσ. σε ήμα (πρβλ. ποί ημα, φρόν ημα)] … Dictionary of Greek
πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… … Dictionary of Greek
τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek