-
101 δυσημέρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσημέρημα
-
102 δυσπέτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπέτημα
-
103 δυσσέβημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσσέβημα
-
104 δυστύχημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστύχημα
-
105 δυσφήμημα
A word of ill omen, Plu.2.1065e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφήμημα
-
106 δυσχρήστημα
A inconvenience, Stoic.3.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχρήστημα
-
107 δυσώπημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσώπημα
-
108 δώμημα
-
109 δώρημα
-
110 εἰδοποίημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδοποίημα
-
111 εἰσήγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσήγημα
-
112 εἰσίτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσίτημα
-
113 εἰσκύκλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσκύκλημα
-
114 εἴδημα
-
115 εὐαρέστημα
A individual taste, preference, Herod.Med. ap. Orib.5.27.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαρέστημα
-
116 εὐδαιμόνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδαιμόνημα
-
117 εὐεργέτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτημα
-
118 εὐέργημα
A = εὐεργέτημα, JHS22.366 (dub. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέργημα
-
119 εὐημέρημα
A a success, usu. in the military sense, Plb.3.72.2, OGI299.7 (Pergam., pl.), Cic. Att.5.21.2, D.S.13.13, Ph.2.120: pl., successes, Inscr.Prien.109.90 (ii B.C.), 111.130 (i B.C.): generally, strokes of good fortune, Epicur. Fr. 488; σωματικὰ εὐ. bodily excellencies, Vett.Val.161.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐημέρημα
-
120 εὐκαίρημα
A seasonable, opportune act, Stoic.3.136 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαίρημα
См. также в других словарях:
ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ἤμα — ἤμᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧμα — that which is thrown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμά — ἡμός neut nom/voc/acc pl ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc/acc dual ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμάς — ἡμά̱ς , ἡμός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek
μελέδημα — μελέδημα, ατος, τὸ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).… … Dictionary of Greek
μόσχημα — μόσχημα, τὸ (Α) μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού μόσχευμα, κατά τα ουσ. σε ήμα (πρβλ. ποί ημα, φρόν ημα)] … Dictionary of Greek
πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… … Dictionary of Greek
τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek