Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ηθικό

  • 1 ηθικό

    ηθικό το
    моральный дух, настроение, моральное состояние, бодрость:

    ακμαίο ηθικό — высокий моральный дух,

    ανακτώ το ηθικό μου — воспрянуть духом,

    διατηρώ το ηθικό μου — сохранять бодрость духа,

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ηθικό

  • 2 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 3 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 4 αναπτερώνω

    [-ώ (ο)] μετ окрылять, воодушевлять, ободрять;

    αναπτερώνω τό ηθικό — поднимать дух;

    οι λόγοι σου αναπτέρισαν το ηθικό μου — от твоих слов я воспрял духом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπτερώνω

  • 5 ακμαίος

    αία, ο[ν]
    1) цветущий, полный сил, бодрый; 2) процветающий, преуспевающий; 3) находящийся на высоком уровне;

    τό ηθικό τού στρατοό είναι ακμαίοςο — боевой дух армии очень высок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακμαίος

  • 6 ανεβάζω

    (αόρ. ανέβασα) 1. μετ.
    1) поднимать; 2) вносить, грузить (вещи в вагон); 3) прям., перен. поднимать, повышать;

    ανεβάζω την φωνή — повышать голос;

    ανεβάζω τό ψωμί — или ανεβάζ την τιμή τού ψωμιού — поднимать цены на хлеб;

    ανεβάζω τα ημερομίσθια.(τό βιωτικό επίπεδο) — повышать заработную плату (жизненный уровень);

    ανεβάζω την παραγωγικότητα της δουλείας — повышать производительность труда;

    ανεβάζω τό ηθικό — поднимать дух;

    4) выдвигать, повышать (в должности и т, п.);
    5) театр, ставить;

    ανεβάζω έργο — ставить пьесу;

    2. αμετ. запыхаться, задыхаться;

    ανεβάζομαι

    1) — быть поднятым (вверх); — быть перевезённым (вверх);

    2) ставиться (о пьесе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανεβάζω

  • 7 βραβείο(ν)

    το награда, приз, премия;

    τό πρώτο βραβείο(ν) — первая премия;

    τό Διεθνές βραβείο(ν) Λένιν της ειρήνης — Международная Ленинская премия мира;

    χρυσούν βραβείο(ν) — золотая медаль;

    χρηματικό βραβείο(ν) — денежная премия;

    ηθικό βραβείο(ν) — почётная грамота, диплом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βραβείο(ν)

  • 8 βραβείο(ν)

    το награда, приз, премия;

    τό πρώτο βραβείο(ν) — первая премия;

    τό Διεθνές βραβείο(ν) Λένιν της ειρήνης — Международная Ленинская премия мира;

    χρυσούν βραβείο(ν) — золотая медаль;

    χρηματικό βραβείο(ν) — денежная премия;

    ηθικό βραβείο(ν) — почётная грамота, диплом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βραβείο(ν)

  • 9 ένεση

    [-ις (-εως)] η
    1) инъекция, вливание, впрыскивание, укол;

    ενδοφλεβική (ενδομυϊκή) ένεση — внутривенное (внутримышечное) вливание;

    κάνω ένεση — делать укол, впрыскивать;

    2) перен. воодушевление, ободрение, поддержка;
    χρειάζονται μερικές ενέσεις στο ηθικό του его нужно немного (морально) поддержать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένεση

  • 10 πέφτω

    (αόρ. επεσα) αμετ.
    1) падать, валиться;

    πέφτω ανάσκελα — упасть навзничь;

    έπεσε λιπόθυμος (νεκρός) он упал в обморок (замертво);
    σκόνταψα και έπεσα я споткнулся и упал; 2) падать, выпадать (об осадках, о волосах и т.п.);

    πέφτει βροχή (χιόνι) — идёт дождь (снег);

    πέφτουν τα φύλλα — падают листья;

    3) впадать (в какое-л. состояние); предаваться (чему-л.);

    πέφτ σε απελπισία ( — или απόγνωση) — впадать в отчаяние, предаваться отчаянию;

    πέφτω σε δυσμένεια (σφάλμα) — впадать в немилость (ошибку);

    4) бросаться, кидаться (куда-л.);

    πέφτω στο νερό — бросаться в воду;

    5) попасть, очутиться, оказаться;

    πέφτω σε ενέδρα (παγίδα) — попасть в засаду (ловушку);

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попасть в чьи-л. руки, оказаться в чьих-л. руках;

    πέφτω στα νύχια κάποιου — попадать к кому-л. в лапы, стать чьей-л. жертвой;

    πέφτω σε καλά (κακά) χέρια — попадать в хорошие (плохие) руки;

    6) попадать (в цель);
    7) падать, снижаться, понижаться;

    οι τιμές πέφτουν — цены падают;

    η θερμοκρασία πέφτει — температура падает;

    8) опускаться (о светилах и т. п.);
    ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα солнце село за море; έπεσε ομίχλη опустился туман;

    πέφτει το σκοτάδι — надвигается темнота, темнеет;

    9) пасть (в бою);

    πέφτ στο πεδίο της μάχης — пасть на поле брани;

    10) пасть (о правительстве и т. п.); сдаться, покориться (кому-чему-л.);
    τό φρούριο έπεσε крепость пала; 11) ослабевать; утихать, стихать; ο αέρας έπεσε ветер стих; έπεσε πολύ ο πατέρας отец сильно сдал; 12) приходиться, выпадать; του έπεσε το λαχείο он выиграл; ему выпал выигрыш; μας έπεσε στη λοταρία ένα ψυγείο мы выиграли в лотерею холодильник;

    η γιορτή πέφτει την Παρασκευή — праздник приходится на пятницу;

    λίγα πέφτουνε στον καθένα μας — немного приходится на каждого;

    τί μού πέφτει στο μερτικό μου:

    что выпало на мою долю?;
    13) бросаться, нападать; обрушиваться; πέσαν απάνω μας они набросились на нас;

    πέφτει επιδημία — вспыхивает эпидемия;

    14) рушиться, рухнуть;
    15) разг родиться; της έπεσε το παιδί στούς εφτά μήνες у неё родился семимесячный ребёнок, она родила семимесячного ребёнка;

    § πέφτει το ηθικό μου — падать духом;

    πέφτω επάνω σε κάτι — натыкаться на что-л.;

    πέφτω να κοιμηθώ — ложиться спать;

    πέφτω άρρωστος — или πέφτω στο κρεββάτι ( — или στα ρούχα) — слечь в постель, заболеть;

    πέφτω με το κεφάλι — внезапно серьёзно заболеть, слечь;

    πέφτω έξω прям., перен. — а) садиться на мель;

    б) дать маху;
    ошибаться;

    πέφτω έξω στούς υπολογισμούς μου — просчитаться;

    πέφτω σε σφάλμα ( — или πέφτω σε παράπτωμα) — проштрафиться;

    πέφτω θδμα — пасть жертвой;

    είμαι πεσμένος μπρούμυτα лежать ничком;

    πέφτω στα γόνατα κάποιου — падать кому-л. в ноги;

    умолять кого-л.;

    πέφτω στο στόμα ( — или στη γλώσσα) κάποιου — попасться кому-л. на язычок;

    πέφτω στα ( — или από τα) μάτια κάποιου — упасть в чьих-л. глазах;

    πέφτει χρήμα — с) на это идёт уйма средств; — б) здесь дело пахнет подкупом;

    πέφτει ξύλο — они дерутся;

    η υπόληψη του έπεσε его репутация погибла;

    πέφτει η μύτη μου — вешать нос;

    πέφτουν τα μούτρα μου — виновато опускать голову;

    πέφτω καί στη φωτιά γιά σένα — я за тебя готов в огонь и в воду;

    πέφτω απ' το κακό στο χειρότερο — попадать из огня да в полымя;

    δεν σού πέφτει λόγος — ты помалкивай, без тебя обойдётся;

    πολύ ( — или βαρύ) σού πέφτει — это не по тебе; — кишка тонκέ (ср. — русск, не по Сеньке шапка);

    πέφτω με τα μούτρα ( — или τό κεφάλι) σε κάτν — уйти с головой в какие-л. дела;

    πέφτουν τα φτερά μου — у меня руки опускаются;

    πέφτουν κορμιά — гибнут люди;

    πέφτουν κεφάλια — летят головы;

    πέφτουν τουφεκιές ( — или πιστολιές) — слышны выстрелы, идёт перестрелка;

    η πόλη πέφτει λίγο δυτικότερα — город находится немного западнее;

    έπεσε γρήγορα αυτό το θεατρικό του έργο эта пьеса быстро сошла со сцены;

    πέφτω δίπλα — а) причаливать; — б) перен. подъезжать (к кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέφτω

  • 11 τονώνω

    μετ.
    1) придавать силу, бодрость (кому-л.); укреплять (здоровье и т. п.); подкреплять (силы);

    τονώνω τό ηθικό — поднимать дух;

    2) мед. тонизировать;
    3) перен. укреплять, улучшать;

    τονώνω τα οικονομικά μου — поправить своё финансовое положение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τονώνω

См. также в других словарях:

  • ηθικό — το ψυχικό θάρρος, φρόνημα: Αναπτερώθηκε (ή κατέπεσε) το ηθικό των στρατιωτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • ηθικοποιώ — έω 1. κάνω κάποιον ηθικό, διαπλάσσω κάποιον σε ηθικό χαρακτήρα 2. αναμορφώνω σύνολα ανθρώπων από ηθική άποψη, εξαγνίζω ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Θρασύβουλο Ζαΐμη] …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»