-
21 ναυᾱγός
ναυᾱγόςGrammatical information: m.Meaning: `shipwrecked person' (Hdt.);Other forms: Ion. - ηγόςDerivatives: ναυ-ᾱγέω, - ηγέω `be shipwrecked', -ᾱγία, - ηγία f. `shipwreck', -ά̄για, - ήγια n. pl. (rarely sg. - ιον) `wreck (of a ship)' (IA.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Synthetic compp. of ναῦς and ἄγνυμι, ἀγῆναι `break' with lengthening of the α-vowel, partly through compositional lengthening or analogy (thus certainly in Ion. - ηγ-), partly also after κατ-ά̄γνυμι, ἔᾱγα; cf. Schwyzer 190 a. 439, Björck Alpha impurum 42 a. 147.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναυᾱγός
-
22 σιτηγια
-
23 φορτηγια
-
24 χορηγια
ἥ1) хорегия (обязанность организовать на свой счет хор для празднества; одна из λειτουργίαι) Thuc., Lys., Xen., Plat. etc.2) расходы, издержки3) тж. pl. средстваἡ ἐκτὸς χ. Arst. — материальные средства, достаток;
ἀρετέ τυγχάνουσα χορηγίας Arst. — добродетель, обладающая средствами (воздействия), т.е. действенная;πολλέ χ. τῶν εὐτυχημάτων Arst. — множество благодеяний;ἀφθόνους ἔχειν τὰς εἴς τι χορηγίας Polyb. — иметь обильные запасы для чего-л.4) тж. pl. снабжение, доставка(τῶν ἀναγκαίων τοῖς στρατοπέδοις Polyb.)
ἥ τῆς ὕλης χ. Luc. — доставка горючего материала5) источник снабженияἡ πᾶσα τῷ ἔργῳ χ. ἥ παλαιὰ ἱστορία ἐστίν Luc. — единственным источником для этого служит древняя история
-
25 Ηγίαν
-
26 Ἡγίαν
-
27 δραγματηγία
δραγμᾰτ-ηγία, ἡ,A conveyance of sheaves, ib.831.13, PFlor.2.185.17 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραγματηγία
-
28 κοπρηγία
κοπρ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγία
-
29 ναυηγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυηγέω
-
30 οἰνηγία
οἰν-ηγία, ἡ,A conveyance of wine, POxy.1651.3 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνηγία
-
31 παραστρατηγία
παραστρᾰτ-ηγία, ἡ, metaph.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστρατηγία
-
32 σακκηγία
σακκ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σακκηγία
-
33 χορτηγία
χορτ-ηγία, ἡ,A hay-harvest, ib.198.2 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορτηγία
-
34 ἐπιστρατηγία
ἐπιστρᾰτ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρατηγία
-
35 ὀχετηγία
ὀχετ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχετηγία
-
36 ἐπιχορηγία
ἐπι-χορ-ηγία, ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen -
37 καθοδηγία
καθ-οδ-ηγία, ἡ, u. καθ-οδ-ήγησις, ἡ, das Wegweisen, die Führung -
38 καταστρατηγία
κατα-στρατ-ηγία, ἡ, Überlistung, durch eine Kriegslist -
39 κυνηγία
-
40 ὁδηγία
ὁδ-ηγία, ἡ, das Wegweisen, Anleiten, der Unterricht
См. также в других словарях:
Ἡγία — Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc nom/voc/acc dual Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc voc sg (attic) Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίᾳ — Ἡγίᾱͅ , Ἡγίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίας — Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc acc pl Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίαν — Ἡγίᾱν , Ἡγίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλιθηγία — ἡ, Α βοήθεια στη μεταφορά λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω), πρβλ. στρατ ηγία] … Dictionary of Greek
παλινλιθηγία — παλινλιθηγία, ἡ (Α) επαναφορά λίθων για απόρριψη σε λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω)] … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… … Dictionary of Greek