-
1 ζωμ'
ζῶμι, ζάωpres subj act 1st sg (epic)ζῶμαι, ζάωpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ζῶμαι, ζάωpres ind mp 1st sgζῶμι, ζέωboil: pres subj act 1st sg (epic)ζῶμαι, ζέωboil: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)ζῶμα, ζῶμαloin-cloth: neut nom /voc /acc sg -
2 ζῶμ'
ζῶμι, ζάωpres subj act 1st sg (epic)ζῶμαι, ζάωpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ζῶμαι, ζάωpres ind mp 1st sgζῶμι, ζέωboil: pres subj act 1st sg (epic)ζῶμαι, ζέωboil: pres subj mp 1st sg (attic epic doric)ζῶμα, ζῶμαloin-cloth: neut nom /voc /acc sg -
3 ζωμ-άρυστρον
ζωμ-άρυστρον, τό, Schol. Ar. Ach. 244, Erkl. von ἐτνήρυσις. Bei Byz. auch ζωμήρυστρον.
-
4 ζωμ-άλμη
-
5 ζωμ-ήρυσις
ζωμ-ήρυσις, ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.
-
6 ζωμάρυστρον
A v.l. -ος, ἡ); spelt [suff] ζώμ-ιστρον, POxy.1289.3 (v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμάρυστρον
-
7 ζωμάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμάριον
-
8 ζώμευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώμευμα
-
9 ζωμευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμευτός
-
10 ζωμεύω
A boil into soup,κρεᾴδια ἐζωμευμένα Id.Fr. 591
, cf. Phryn.PS p.68 B.:—[voice] Pass., Hp.Int.35, Dsc.Eup.2.122: -
11 ζωμήρυσις
A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμήρυσις
-
12 ζωμίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμίδιον
-
13 ζωμίον
-
14 ζωμιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμιστός
-
15 ζωμάλμη
ζωμ-άλμη, ἡ, salzige Brühe -
16 ζωμήρυσις
ζωμ-ήρυσις, ἡ, Schaumlöffel -
17 ἐν-δύω
ἐν-δύω (s. δύω), 1) hineinbringen, anziehen, ankleiden, τινά, Batr.; ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem. inc. 83; τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar. Lys. 1021; Thesm. 1044; στολὴν καλὴν ἐνέδυσεν (αὐτόν), bekleidete ihn mit einem schönen Gewande, Xen. Cyr. 1, 3, 3; ἐνέδυε τὰ ὅπλα 6, 4, 2; N. T.; ἐνδύσας εἰς δέρμα, einschließend, Diosc. Häufiger – 2) med. auch ἐνδύνω) mit aor. II. u. perf. act. – a) sich anziehen, anlegen; μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα Il. 2, 42; ἔνδυνε περὶ στήϑεσσι χιτῶνα 10, 21; χιτῶν' ἐνδῠσα 5, 736; öfter in tmesi; πέπλον ἐνδύς Soph. Tr. 756; ἐνδύσεται στολήν Eur. Bacch. 853; τὸν κροκωτὸν ἐνδύου Ar. Th. 253; ἐνδυόμενος ὅπλα Her. 7, 218, wie ἐνδύντες 1, 172; τὴν λεοντῆν ἐνδέδυκα Plat. Crat. 411 a; auch pass., οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ' ἐνδεδυμένην Men. bei Poll. 7, 51. – Uebertr., τόλμημα τηλικοῠτον ἐνδύεσϑαι, unternehmen, Ar. Eccl. 288; τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσϑαι, den T. anlegen, d. i. sich wie T. benehmen, D. Hal. 11, 5. – b) hineingehen, hineindringen; Her. 2, 121; εἴς τι, Ar. Vesp. 1010, wie Plat. Tim. 62 b; ὁ φϑόγγος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Menex. 235 c; übertr., λόγοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, dringen ein, Xen. Cyr. 2, 1, 13; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκε Plat. Theaet. 169 b, wie εὔνοια ἐνδύεται ἕκαστον ἡμῶν Legg. I, 642 b; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, sich einer Sorge unterziehen, Xen. Cyr. 8, 1, 12; τοῖς πράγμασι, rerum potiri, Plut. Art. 28.
-
18 ζωμηρυσις
-
19 σωμάριστρον
A = ζωμ-, soup-ladle, PLond.4.1657.10 (iv/v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωμάριστρον
-
20 χρυσοζύμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοζύμιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζῶμ' — ζῶμι , ζάω pres subj act 1st sg (epic) ζῶμαι , ζάω pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ζῶμαι , ζάω pres ind mp 1st sg ζῶμι , ζέω boil pres subj act 1st sg (epic) ζῶμαι , ζέω boil pres subj mp 1st sg (attic epic doric) ζῶμα , ζῶμα loin cloth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουμί — το (Μ ζουμί και ζουμίν) 1. ζωμός μαγειρεμένου φαγητού, οσπρίων, κρέατος, ψαριού κ.λπ. 2. χυμός φρούτου, καρπού κ.λπ. 3. αφέψημα 4. ό,τι ουσιαστικό μπορεί ν αποκομίσει κανείς από κάτι, ουσία, ενδιαφέρον, κέρδος, περιεχόμενο 5. παροιμ. «η γριά κότα … Dictionary of Greek
κιστίδιον — κιστίδιον, τὸ (Α) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ζωμ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… … Dictionary of Greek
οινήρυσις — οἰνήρυσις, ἡ (Α) αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ ήρυσις. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek