-
1 ζωωτός
-
2 ζωωτος
-
3 ζῳωτός
-
4 ζωωτός
ζωωτός, mit Tieren bemalt, gestickt; belluata tapetia -
5 ζῳδιωτός
-
6 ζῳδιωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῳδιωτός
См. также в других словарях:
ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
SIGILLA — in vestibus, ζώδια sunt, h. e. sigurae vel hominum vel bestiarum, aurô vel purpurâ expressae: sicut clavit, Graecis σημεῖα, rotundae vel quadratae solum, imaginem nullam exprimentes. Hinc ζωδιωτὰ, sigillata. Hesychio, ζωδιωτὸς χιτὼν, sigillata… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωδιωτός — ζῳδιωτός, ή, όν (Α) ζωωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αρθρ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek