Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ζῳοφόρος

См. также в других словарях:

  • ζωοφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοφόρος — life giving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • ζωφόρος ή ζωοφόρος — Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφόρον — ζωοφόρος masc/fem acc sg ζωοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοφόρου — ζωόφορος life giving masc/fem/neut gen sg ζωοφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοφόρους — ζωόφορος life giving masc/fem acc pl ζωοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοφόρον — ζῳοφόρος life giving masc/fem acc sg ζῳοφόρος life giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοφόρω — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοφόρου — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοφόρους — ζῳοφόρος life giving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»