Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζύγωμα

  • 21 близость

    θ.
    1. προσέγγιση, εγγύτητα, γειτνίαση•

    близость взглядов προσέγγιση των απόψεων.

    2. σίμωμα, πλησίασμα, ζύγωμα•

    близость зимы το πλησίασμα του χειμώνα.

    3. οικειότητα•

    -между ними установилась близость ανάμεσα τους έγινε (επήλθε) προσέγγιση.

    Большой русско-греческий словарь > близость

  • 22 доступ

    α.
    1. πλησίαση, -μα, ζύγωμα, σίμωμα, φτάσιμο, προσέλευση.
    2. είσοδος, δυνατότητα εισόδου ή επίσκεψης•

    его талант дат ему доступ повсюду χάριν του ταλέντου του όλες οι πόρτες γι αυτόν είναι ανοιχτές.

    3. διείσδυση, εισχώρηση, μπάσιμο.
    εκφρ.
    найти -к чьему сердцу – αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > доступ

  • 23 подступ

    α.
    1. πλησίαση, προσέγγιση, σίμωμα, ζύγωμα• προσχώρηση. || είσδυση, εισχώρηση• φτάσιμο• εμφάνιση.
    2. πρόσβαση•

    скрытые -ы к крепости κρυφές προσβάσεις προς το φρούριο•

    -ы к городу προσβάσεις προς την πόλη.

    εκφρ.
    - а нет к кому – δεν μπορείς να δεις κάποιον (είναι απρόσιτος).

    Большой русско-греческий словарь > подступ

  • 24 подход

    α.
    1. πλησίαση, ζύγωμα, σίμωμα, προσέγγιση.
    2. πρόσβαση.
    3. μτφ. τρόπος (ενέργειας, συμπεριφοράς κ.τ.τ.)• αντιμετώπιση• εξέταση• χειρισμός•

    правильный подход к делу σωστός χειρισμός της υπόθεσης•

    индивидуальный подход к ученикам ατομικός τρόπος συμπεριφοράς προς τους μαθητές (παίρνοντας υπόψη το χαρακτήρα του καθενός).

    πλθ. -ы λοβιτούρες, πονηριές, απάτες.
    εκφρ.
    с -а – αμέσως μετά (άλλης ενέργειας).

    Большой русско-греческий словарь > подход

  • 25 приступ

    α.
    1. παλ. αρχή, έναρξη
    2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).
    3. παροξυσμός, κρίση•

    приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•

    приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•

    сердечный приступ καρδιακή κρίση.

    4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.
    5. (στρατ.) έφοδος•

    взять -ом παίρνω με έφοδο.

    εκφρ.
    - у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > приступ

  • 26 ζυγόν

    Grammatical information: n.
    Meaning: `yoke' (Il.), also metaph., e. g. of a cross-wood, of the rowing benches connecting the two ship sides, of the tongue of a balance, of a pair, of a row or a rank of soldiers (oppos. στοῖχος), as land measure.
    Other forms: Hell. mostly - ός m., rarely earlier, s. Schwyzer-Debrunner 37.)
    Compounds: Often in compp., e. g. πολύ-ζυγος `with many rowing benches', ζυγό-δεσμον `yoke-straps' (Il.), also ζυγη-φόρος `carrying a yoke' (A., analog.-metr. beside ζυγο-φόρος; Schwyzer 439 n. 1).
    Derivatives: Seberal deriv.: 1. ζύγιον `rowing bench' (hell.). 2. ζυγίσκον meaning unclear (IG 22, 1549, 9, Eleusis, + 300a). 3. ζύγαινα the hammer-headed shark (Epich., Arist.; after the shape of the skull, Strömberg Fischnamen 35). 4. ζυγίς `thyme' (Dsc.; motivation of the name unknown, Strömberg Pflanzennamen 56). 5. ζούγωνερ (= *ζύγωνες) βόες ἐργάται. Λάκωνες H. 6. ζυγίτης name of a rower (sch.; Redard Les noms grecs en - της 44), f. ζυγῖτις Hera as goddess of marriage (Nicom. ap. Phot.; Redard 209). 7. ζυγία `maple' (Thphr.) prop. "yoke-wood" (s. Strömberg Theophrastea 114), because the hard maple was mainly used to make yokes (so even now in southern Italy), Rohlfs WB VI and 86; also Rohlfs ByzZ 37, 57, Dawkins JournofHellStud. 56, 1f.; diff. Strömberg Pflanzennamen 56 (after the pairwise attached fruits). 8. ζύγαστρον `wooden cist, chest' s.v. σίγιστρον - Adject. 9. ζύγιος `belonging to the yoke etc.' (Att. etc.; also as nautical expression, s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.). 10. ζύγιμος `id.' (Plb.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 94). 11. ζυγικός `belonging to the tongue of a balance' (Nicom. Harm.). Adv. ζυγ-άδην (Ph.), ζυγ-ηδόν (Hld.) `pairwise'. - Denomin. verbs: 1. ζυγόω `yoke, connect (through a cross-wood), shut, hold the balance' (A., hell.) with ζύγωμα `bar, cross-rod' (Plb.), ζύγωσις `balancing' (hell.), *ζύγωθρον in the denomin. aor. ipv. ζυγώθρισον (Ar. Nu. 745; meaning uncertain, `weigh' or `shut'?). 2. ζυγέω `form a row or rank' (Plb.). - Beside ζυγόν as 2. member the verbal root - ζυξ, e. g. ἄ-ζυξ `unconnected, unmarried', ὁμό-, σύ-ζυξ `yoked together, connected' (also ἄ-, ὁμό-, σύ-ζυγος), s. Chantraine REGr. 59-60, 231f.
    Origin: IE [Indo-European] [508} * ieug- `connect'
    Etymology: Old name of a device, retained in most IE languages, e. g. Hitt. iugan, Skt. yugám, Lat. iugum, Germ., e. g. Goth. juk, IE *i̯ugóm; more forms Pok. 509f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. iugum. - The root noun - ζυξ also in Lat. con-iux `spouse', Skt. a-yúj- `not forming a pair, uneven' (formally = ἄ-ζυξ except the accent), sa-yúj- `connected, companion' a. o. - Cf. ζεύγνυμι and ζεῦγος. Rix, Hist. Gramm. 60, 70 suggests Hi̯-, which is still uncertain.
    Page in Frisk: 1,615-616

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζυγόν

  • 27 yamaç

    πλαγιά, ζύγωμα, πλευρά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yamaç

См. также в других словарях:

  • ζύγωμα — bolt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… …   Dictionary of Greek

  • ζύγωμα — το, ατος 1. πλησίασμα, προσέγγιση: Προαισθάνθηκε το ζύγωμα του Χάρου. 2. οστό του κρανίου κάτω από την κόγχη του ματιού. 3. εξάρτημα μηχανής, σταυρός. 4. περιοχή ανάμεσα σε δύο κορυφές, διάσελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυγωμάτων — ζύγωμα bolt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώμασι — ζύγωμα bolt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματα — ζύγωμα bolt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματι — ζύγωμα bolt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγώματος — ζύγωμα bolt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεύριση — πλεύριση, η και πλεύρισμα, το 1. το πλησίασμα του πλεούμενου στην ακτή ή σε άλλο πλεούμενο, το ζύγωμα, αλλιώς κοτσάρισμα: Η πλεύριση του πλοίου είναι δύσκολη με τη θαλασσοταραχή. 2. πλησίασμα, σίμωμα, ζύγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • cigomático — cigomático, a (del gr. «zýgōma, atos», pómulo) adj. Anat. De la *mejilla. ≃ Zigomático. * * * cigomático, ca. (Del gr. ζύγωμα, ατος, pómulo). adj. Anat. Perteneciente o relativo a la mejilla o al pómulo. Arco cigomático. * * * ► adjetivo Relativo …   Enciclopedia Universal

  • ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»