-
1 πίνακας ζωγραφ.
el quadre -
2 ζωγραφέω
A paint from life, paint, τινα Pl.R. 598b, etc.:—[voice] Pass., Id.Cra. 434b: metaph.,ἡδοναὶ.. ἐζωγραφημέναι Id.Phlb. 40b
;ὀνείρους ζ. Porph.Chr.23
.II adorn with paint,τὰς ληκύθους Ar.Ec. 996
;τὰς ὀφρῦς ἀσβόλῳ Alex. 98.16
, cf. Nicostr. ap. Stob.4.23.62.III generally, adorn,κῆπον σὺν τοῖς φυτοῖς Arch.Pap.2.449
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφέω
-
3 ζωγραφεῖον
ζωγρᾰφ-εῖον, τό,A painter's studio, Plu.2.471f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφεῖον
-
4 ζωγράφημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγράφημα
-
5 ζωγραφητός
A painted, parti-coloured, Hsch. s.v. ποικίλον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφητός
-
6 ζωγραφία
ζωγρᾰφ-ία, ἡ,II painting, τῶν παρειῶν v.l. in Philostr.Ep.22 (cod. Barocc.50);τοῦ στύλου IGRom.1.1272
(Egypt, ii A.D.).2 metaph., ἐπὶ σκιᾷ (sc. οὐσία)ζωγραφία καὶ τὸ φαίνεσθαι Plot.6.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφία
-
7 ζωγραφίδες
A picturae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφίδες
-
8 ζωγραφικός
A skilled in painting, Pl.Tht. 145a, X.Smp.4.21: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of painting, D.S.14.46; connected with painting, used by painters, (ii A.D.);ἀσβολή Dsc.5.162
. Adv.- κῶς S.E.M.11.255
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγραφικός
-
9 ζώγραφος
A one who paints from life or from nature, Hdt.2.46, Pl.Grg. 448c, 453c, Lg. 656e, etc.: metaph.,πολιτειῶν ζ. Id.R. 501c
: generally, painter, Luc.Herod.4, Epigr.41. ( ζωγρ- without iota, PSI4.346, 407 (iii B.C.), SIG682.3 (ii B.C.), Pap. in Abh.Berl.Akad.1904(2).6(ii B.C.), EM 412.53: so (ii B.C.), Phld.Rh.2.166S.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώγραφος
-
10 ζουγραφ-
см. ζωγραφ\
См. также в других словарях:
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek