-
1 ζύμη
-
2 ζυμήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμήεις
-
3 ζυμίζω
-
4 ζυμίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμίτης
-
5 ζυμίωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμίωσις
-
6 ζυμουργός
ζῡμ-ουργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμουργός
-
7 ζυμόω
A leaven,μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζ. 1 Ep.Cor.5.6
:—[voice] Pass., to be leavened, ferment, LXX Ex.12.34,39, Plu.2.659b, etc.; of digestion,τὰ μέλανα -οῦται Hp.Acut.61
; [κοιλίη] ἐζυμωμένη in a ferment, Id.VM11. -
8 ζυμώδης
ζῡμ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμώδης
-
9 ζύμωμα
-
10 ζύμωσις
A fermentation, Pl.Ti. 66b, Plu.2.659b, Gal.16. 661; ἥπατος ζύμωσις a swelling of the liver, Hp.Epid.4.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζύμωσις
-
11 ζυμωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμωτικός
-
12 ζυμωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμωτός
-
13 ζύ̄μη
ζύ̄μηGrammatical information: f.Meaning: `leaven, beer-yeast' (Arist.).Compounds: Compp., e. g. ζυμ-ουργός `who prepares beer-yeast' (pap.), ἄ-ζυμος `without beer-yeast, unleavened' (Pl., Hp.).Derivatives: ζυμίτης ( ἄρτος) `leavened bread' (Cratin. 99 [?], Hp., X.; Redard Les noms grecs en - της 89); ζυμώδης `like leaven' (Arist.). Denomin. verbs: 1. ζυμόομαι, - όω `be leavened; ferment' (Hp., Plu.) with ζύμωσις `fermentation' (Pl. Ti. 66b usw.), ζύμωμα `fermented mass' (Pl. Ti. 74b, Nic.); ζυμ-ωτός `fermented', - ωτικός `bringing in fermentattion' (Diocl. Med.). 2. ζυμίζω `be like yeast' (Dsc.).Origin: IE [Indo-European] [507] *i̯uHs- `mix, bring in movement?'Etymology: Like ἅλ-μη `salt water' a. o. (Chantraine Formation 148) ζύμη may be derived from a noun, from an IE word for `fermentation, soup', Skt. yūṣ-, Lat. iūs n., i.e. IE *i̯ūs-mā (on the phonetics Schwyzer 333). Other derivv. (or reshapings) of this s-stem are Skt. yūṣ-án- (suppletiv.), yūṣ-á- `id.', Lith. jū́š-ė `fish-soup, bad soup', Slav., e. g. Russ. uch-á (old u-diphthong) `(fermented) fish-soup', Finn.-PNord. juusto, ONo. ostr `cheese' (PGerm. *i̯us-ta-) a. o. At the basis is prob. a verb w. the meaning `mix', Skt. yáuti, Lith. jáuju, jáuti (jaũti). Further details in W.-Hofmann s. 2. iūs, Vasmer Russ. et. Wb. s. uchá. - S. also ζωμός.Page in Frisk: 1,616Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζύ̄μη
-
14 χρυσοζύμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοζύμιον
См. также в других словарях:
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] … Dictionary of Greek
πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] … Dictionary of Greek
πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… … Dictionary of Greek
τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek