-
1 ζύγωθρον
-
2 ζύγωθρον
ζύγωθρον, τό, der Querbalken, der über beide Torflügel hingeht
См. также в других словарях:
ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… … Dictionary of Greek