Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ζόφος

См. также в других словарях:

  • ζόφος — nether darkness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • ζοφός — (I) ή, ό [ζόφος] ζοφερός, σκοτεινός. (II) ή, ό ζούφιος …   Dictionary of Greek

  • ζόφος — ο 1. σκοτάδι. 2. μελαγχολία: Ζόφος ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζόφοι — ζόφος nether darkness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφοις — ζόφος nether darkness masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφον — ζόφος nether darkness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφου — ζόφος nether darkness masc gen sg ζοφόω darken pres imperat act 2nd sg ζοφόω darken imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφους — ζόφος nether darkness masc acc pl ζοφόω darken imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφῳ — ζόφος nether darkness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»