-
1 ζωγρεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεία
-
2 ζωγρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεύς
-
3 ζωγρεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεύω
-
4 ζωγρέω
A take, save alive, take captive instead of killing,ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46
, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.;εἷλε.. καὶ ἐζώγρησε Id.3.52
;τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92
; ; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg. 868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph.,ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10
; of ships, :—[voice] Pass., Hdt.1.66,5.77.II restore to life and strength, revive, (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive,ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7
(Thrace, ii A.D.). -
5 ζωγρεῖον
A place for keeping animals, a menagerie, Str.12.3.30 (pl.), Epict.Gnom.62 (pl.), Porph.Sent.28; cage, Aq.Je.5.27; trap, Onos.11.3; fish-pond, Plu.2.89a, Ael.NA11.34, Xenocr.34.II pl., ζωγρεῖα, τά,= ζωάγρια, Hld.8.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρεῖον
-
6 ζωγρία
A taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or αἱρέειν,= ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρία ἀνάγεσθαι or εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2;ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5
. -
7 ζώγρια
-
8 ζωγρίας
A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51;οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34
;ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10
; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.;ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωγρίας
-
9 ζώγριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώγριον
-
10 ζώγραφος
A one who paints from life or from nature, Hdt.2.46, Pl.Grg. 448c, 453c, Lg. 656e, etc.: metaph.,πολιτειῶν ζ. Id.R. 501c
: generally, painter, Luc.Herod.4, Epigr.41. ( ζωγρ- without iota, PSI4.346, 407 (iii B.C.), SIG682.3 (ii B.C.), Pap. in Abh.Berl.Akad.1904(2).6(ii B.C.), EM 412.53: so (ii B.C.), Phld.Rh.2.166S.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώγραφος
-
11 ζωογράφος
A v.l. ζῳο-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωογράφος
См. также в других словарях:
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αποσκοτούμαι — ἀποσκοτοῡμαι ( όομαι) (AM) 1. γίνομαι σκοτεινός 2. χάνω το φως μου, τυφλώνομαι αρχ. (ζωγρ.) γίνομαι σκιερός, σκιάζομαι … Dictionary of Greek
ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… … Dictionary of Greek
ημισκιά — η (ζωγρ.) ο τόνος μεταξύ φωτός και σκιάς, σκιόφως, ημίφως, μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + σκιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
καπρίτσιο — (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική. (Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι… … Dictionary of Greek
κεκραμένως — (Α) επίρρ. 1. με μέτρια ανάμιξη, μέτρια, συγκερασμένα 2. (στη ζωγρ.) με έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
πιετά — (Pieta έλεος, ευσέβεια). Ονομασία που δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα στις παραστάσεις, ζωγραφικές ή γλυπτικές, της δυτικής εικονογραφίας της Παναγίας με τον Ιησού νεκρό. Ουσιαστικά πρόκειται για σκηνές των μεταξύ της αποκαθήλωσης και του ενταφιασμού… … Dictionary of Greek
σκίασμα — το, ΝΜΑ [σκιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (Ι) 2. καθετί που κάνει σκιά νεοελλ. 1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο 2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα μσν.… … Dictionary of Greek
βερισμός — Λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία, αντίστοιχο προς τον γαλλικό νατουραλισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη μουσική είχε περιοριστεί σε έναν αφηρημένο συναισθηματισμό.Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος… … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος. 2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή. 3. που έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)