-
1 αιρέειν
-
2 αἱρέειν
-
3 ζωγρία
A taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or αἱρέειν,= ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρία ἀνάγεσθαι or εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2;ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5
.
См. также в других словарях:
αἱρέειν — αἱρέω take with the hand pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)