-
1 ζωγράφος
-
2 ζώγραφος
ζώγραφοςone who paints from life: masc nom sg -
3 ζῳγράφος
Βλ. λ. ζωγράφος -
4 ζώγραφος
A one who paints from life or from nature, Hdt.2.46, Pl.Grg. 448c, 453c, Lg. 656e, etc.: metaph.,πολιτειῶν ζ. Id.R. 501c
: generally, painter, Luc.Herod.4, Epigr.41. ( ζωγρ- without iota, PSI4.346, 407 (iii B.C.), SIG682.3 (ii B.C.), Pap. in Abh.Berl.Akad.1904(2).6(ii B.C.), EM 412.53: so (ii B.C.), Phld.Rh.2.166S.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώγραφος
-
5 ζωγράφω
ζώγραφοςone who paints from life: masc nom /voc /acc dualζώγραφοςone who paints from life: masc gen sg (doric aeolic)ζωγράφοςmasc nom /voc /acc dualζωγράφοςmasc gen sg (doric aeolic)——————ζώγραφοςone who paints from life: masc dat sgζωγράφοςmasc dat sg——————ζωγράφοςmasc dat sg -
6 ζωγράφοις
ζώγραφοςone who paints from life: masc dat plζωγράφοςmasc dat pl——————ζωγράφοςmasc dat pl -
7 ζωγράφου
ζώγραφοςone who paints from life: masc gen sgζωγράφοςmasc gen sg——————ζωγράφοςmasc gen sg -
8 ζωγράφων
ζώγραφοςone who paints from life: masc gen plζωγράφοςmasc gen pl——————ζωγράφοςmasc gen pl -
9 ζωγράφοι
-
10 ζωγράφον
-
11 ζωγράφους
ζώγραφοςone who paints from life: masc acc plζωγράφοςmasc acc pl -
12 ζωγράφε
ζωγράφοςmasc voc sg -
13 γροφεύς
γροφ-εύς, έως, ὁ, [dialect] Dor. and Arc. for γραμματεύς, IG4.498 ([place name] Mycenae); γ. βωλᾶς ib.12(3).1259.16 ([place name] Cimolus), 5(2).357.20 ([place name] Stymphalus).2 = ζωγράφος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γροφεύς
-
14 ζῷον
ζῷον, τό,A living being, animal, Hdt.5.10 (of bees), Ar.V. 551, Pl. 443, etc.; ; ζῷα, opp. φυτά, Id.Phd. 70d, 110e, etc.; ζ. θαλάττιον, χερσαῖον, Phld. Rh.1.98S.; contemptuously, ὅπως ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται may be free from this kind of animal (i.e. beggars), Pl.Lg. 936c; ζ. πονηρόν, of women, Secund.Sent.8.II in art, figure, image, not necessarily of animals (cf. ζῴδιον), ζῷον δέ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεύς Hdt.3.88
: mostly in pl.,ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν Id.1.203
, cf. 2.4, 124, 148, Pl.R. 515a, etc.; ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου to have pictures of the bridging of the Bosporus painted, Hdt.4.88; cf. ζωγραφέω:ζῷα ποιεῖν Plu.Per.13
.III sign of the Zodiac, Man.2.166.—The word is post-Hom., no generic word used for animal being found till after the middle of the fifth cent. B.C. (ζώϊον Semon.13
, whence [dialect] Att. ζῷον by contraction: ι is found in IG12.372.42, al.,11(2).161B76 (Delos, iii B.C.), Phld.Rh.2.166S., and in codd. opt. in the Noun; the Adj. ζωός (q.v.) had no ι: for the compds. (exc. ζωγλύφος, ζωγράφος) decisive evidence is lacking: ζῳάγρια with ι was read by Aristarch. in Il.18.407.) -
15 πικραίνω
A make sharp or keen, esp. to the taste, π. τὴν κοιλίαν make it bitter, Apoc.10.9:— [voice] Pass.,τὸ στόμα πικραίνεται Hp.Acut.30
: opp. γλυκαίνεσθαι, Arist. Ph. 244b20.2 metaph., embitter, irritate, ; τὴν ἀκοήν affect it harshly, opp. γλυκαίνω, D.H.Comp.12, 15; make harsh, νόμους cj. in A.Eu. 693 :—[voice] Pass., to be exasperated, embittered, Pl.Lg. 731d, Theoc.5.120; ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π. vexes himself, Antiph.144.3;π. ἐπί τισι LXXEx.16.20
; ἔν τισι ib.Ru.1.20; also ἐπικράνθη μοι it grieved me, ib.13.3 of style, make harsh or rugged,διάλεκτον D.H.Dem.55
, cf. 34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πικραίνω
-
16 ἀπίθανος
A incredible, unlikely, Pl.Lg. 663e, Arist.Po. 1461b12;φαντασίαι Stoic.2.25
: [comp] Comp.ἔτι -ώτερον εἰ.. Str.1.2.22
.2 of persons, not to be trusted or relied on, πρός τι in a matter, Aeschin. 2.3.III not persuasive, unconvincing, , cf. Arist.Rh. 1406b14, 1408b22;ὁρίζειν τὸν ἀριθμὸν ἀπίθανον Ael.Tact.8.1
; ἀ. λέγειν, of persons, Plu.2.812e, cf. 819c;ἀ. ζωγράφος Luc.Ind.22
;ἀ. ἐν τῇ ὑποκρίσει Id.Pseudol.16
. Adv.- νως
not persuasively, coarsely, rudely,Isoc.
5.26, D.H.Lys.17, Epicur.Ep.2p.35U., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπίθανος
-
17 ἄθλιος
ἄθλιος, α, ον, also ος, ον E.Alc. 1038, etc., [dialect] Att. [var] contr. from ἀέθλιος: ([etym.] ἄεθλον, ἆθλον):—lit.II metaph., struggling, unhappy, wretched, miserable (this sense only in [dialect] Att. form ἄθλιος), freq. of persons, A.Th. 922, etc.: [comp] Comp. , 1204: [comp] Sup. :—also of states of life,ἄ. γάμοι A.Th. 779
; βίος, τύχη, E.Heracl. 878, Hec. 425:—of that which causes wretchedness, ;S.
OC 753, cf. El. 1140; . Adv.,τὸν ἀθλίως θανόντα S.Ant.26
, cf. E.HF 707, etc.2 in moral sense, pitiful, wretched, Lys.32.13, D.10.43; τίς οὕτως ἄ. ὅστις .. ; Id.21.66; καὶ γὰρ ἂν ἄ. ἦν, εἰ .. ib.191.3 without any moral sense, wretched, sorry,θηρσὶν ἄθλιον βοράν E.Ph. 1603
;ἄ. ζωγράφος Plu.2.6f
. Adv. - ίως καὶ κακῶς with wretched success, D.18.145;ζῆν ἀ. Philem.203
. -
18 ἐπιγραφεύς
A inscriber: at Athens, registrar of property, etc. (cf. sq. 11.2), Antipho Soph.112, Poll.8.103, AB254, Harp.; prob. for - φῶν in Isoc.17.41.II. = ζωγράφος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγραφεύς
-
19 ἐπιστήμη
A acquaintance with a matter, understanding, skill, as in archery, S.Ph. 1057; in war, Th.1.121, 6.72, 7.62;ἐ. πρὸς τὸν πόλεμον Lys.33.7
(fort. leg. περί)περὶ τὰ μαθήματα Pl. Phlb. 55d
; ; ἐπιστήμῃ skilfully, οἱ μὴ ἐ. τοὺς ἐπαίνουςποιούμενοι Plot.5.5.13
.2. professional skill: hence, profession,οἱ τὴν ἰατρικὴν ἐ. μεταχειριζόμενοι PFay.106.22
(ii A.D.); ζωγράφος τὴν ἐ. painter by profession, POxy.896.5 (iv A.D.).II. generally, knowledge, ; πάντ' ἐπιστήμης πλέως full of knowledge in all things, Id.Ant. 721, cf. Tr. 338; ἐκ τῆς ἐ. E.Fr.522.3; ἐ. δοξαστική, opp. ἀλήθεια, Pl.Sph. 233c: pl., kinds of knowledge, , cf. Pl.Smp. 208a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστήμη
-
20 ζώ-ω
Grammatical information: v.Meaning: `live' (Il.).Other forms: Homer has only uncontracted forms: ζώω, ζωεις, ζώει, ζωέμεν, ζώοντ-. (*ζάω is a grammarians' construction.)Dialectal forms: Myc. PN zowo, zowijo, prob. \/zōwos, zōwios\/. - Cret. δώ-ω, Att. ζῶ, ζῃ̃ς, ζῃ̃, ζῶμεν etc.., ipf. ἔζων ( ἔζην), ἔζης, -η, inf. ζῆν, fut. ζήσω, - ομαι (beside βιώσομαι), aor. ζῆσαι, ζῶσαι, βιῶσαι), perf. ἔζηκα (Arist.), ptc. ἐζωκότα (Kyzikos) for βεβίωκα (Att.),Compounds: Sometimes with ἀνα-, δια-, ἐπι-. From ζωός: ΖωϜό-θεμις (Cyprus Va; Masson, Beitr. z. Namenforschung 8, 161ff.). ζωγράφος `painter' (without ι?).Derivatives: ζωή (Od.), also ζόη, Dor. ζωά, ζόα, Aeol. ζοΐα (Theoc.) `life'. 2. ζωός ( ζοός, ζώς) `alive' (Il.). ζώϊον, ζῳ̃ον (from ζώς; Leumann Mus. Helv. 2, 7) `living being, animal'. ζώσιμος `viable' (late). ( ἀνά-)ζῆσις `reviving' ( Theol. Ar., Dam.). Άζησία (S. Fr. 981), Άζοσία (Epid.) surname of Demeter (? Fraenkel Lexis 3, 59f.)Etymology: Generally derived from a root *gʷiē-, which is impossible as the root was * gʷeih₃-\/ gʷieh₃- (s. βιω-); also the distribution could not be explained. This agrees with the fact that Homer has only (uncontracted) forms ζωε\/ο-. So Attic etc. ζῶ, ζῃ̃ς, ἔζησα must be innovations.Page in Frisk: 1,618-619Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζώ-ω
См. также в других словарях:
ζωγράφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳγράφος — ζωγράφος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγραφος — one who paints from life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της … Dictionary of Greek
Ζωγράφος — Sp Zogrãfas Ap Ζωγράφος/Zografos L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ζωγράφος — ο, η 1. αυτός που ζωγραφίζει. 2. εκείνος που έχει την ικανότητα να περιγράφει ή να παρασταίνει κάτι με ζωντάνια: Ζωγράφος της ανθρώπινης ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζωγράφος, Γεώργιος — I (10ος αι.). Αγιογράφος. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της αγιορείτικης αγιογραφικής σχολής. Το όνομά του αναφέρεται στο Τυπικό του Αγίου Όρους το οποίο είχε συνταχθεί στα χρόνια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιωάννη Τσιμισκή. II (1863 – 1920) … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Παναγιώτης — (19ος αι.). Λαϊκός ζωγράφος από τη Μάνη. Είναι γνωστός από τις εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης που φιλοτέχνησε (1836 39) κατά παραγγελία του στρατηγού Μακρυγιάννη. Πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει μόνο πως… … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Αντώνιος — Αγωνιστής του 1821, από την Κρήτη. Είναι γνωστός και με το επώνυμο Ξανθουδίδης. Αφιέρωσε τη ζωή του στους εθνικούς αγώνες της Κρήτης. Το 1866 πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών και τον ίδιο χρόνο πήρε μέρος στη… … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Δημήτριος — (1871 – 1940). Συγγραφέας. Διετέλεσε προϊστάμενος του γραφείου γεωργικών δημοσιεύσεων του υπουργείου Γεωργίας. Έγραψε πολλά έργα, κυρίως γεωργικού περιεχομένου, τα κυριότερα από τα οποία είναι: Ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας, Ιστορία της ιδρύσεως … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Ιωάννης — (Καλάβρυτα 1844 – Αθήνα 1927). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε νομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και διετέλεσε γραμματέας και καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου από το 1878 έως το 1882. Στο διάστημα 1885… … Dictionary of Greek