-
1 ζυγός
ζυγός, ὁ, 1) gew. im sing., = ζυγόν, sowohl in der Bdtg Joch (H. h. Cer. 217, sonst ist bei Hom. das genus nicht zu unterscheiden), ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν τινα, unterjochen, Pol. 4, 82, als in der Bed. Ruderbank; auch οἱ ζυγοί, Schol. Thuc. 1, 29; auch für Steg auf der Phorminx. – 2) eine Rotte, Reihe bei den Soldaten, Suid. τὸ ἐκ παρεστηκότων ἀλλήλοις πλῆϑος; so Pol. 18, 12, 5 τὰς τοῦ πέμπτου ζυγοῦ σαρίσσας; vgl. ζυγέω; im plur. τὰ ζυγά. Auch im Chor des Drama, τραγικοῦ μὲν χοροῦ πέντε ζυγὰ ἐκ τριῶν Poll. 4, 108. – 3) der Wagebalken an der Wagschale, der die beiden Schalen verbindet, u. übh. Wage, bei Aesch. Suppl. 802, σὸν δ' ἐπίπαν ζυγὸν ταλάντου, im sing. neutr.; sonst ὁ ζυγός, wie Plat. αἴρων τὸν ζυγόν Tim. 63 b; στήσας ἐν τῷ ζυγῷ. Prot. 356 b; im plur. τὰ ζυγά, wie Dem. οὐ ζυγὰ καὶ σταϑμὰ ἔχων, 25, 46; Plut. Camill. 29. – Auch das Sternbild der Wage, αἱ χηλαὶ τοῦ ἐν οὐρανῷ σκορπίου Suid. – Nach Eust. auch = Thürriegel, μοχλός (vgl. ἐπιζυγόω). – Die alten Grammatiker stimmen darin überein, daß sie bemerken ζυγὸς ἀρσενικῶς ἐπὶ τῶν βοῶν, sonst aber sind ihre Angaben über das genus bei den verschiedenen Bdtgn verschieden.
-
2 ζυγος
ὅ1) ярмо(ἐπὴ ζ. αὐχένι κεῖται HH.)
2) перен. иго, бремя(τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὅ ζ. μου χρηστός NT.)
3) (лат. jugum) иго4) поперечный брус или рычаг Arst.5) весы Plat., Arst., Sext., NT.6) состояние равновесияμέ ζυγὸν ὑπερβαίνειν Pythagoras ap. Arst. et Plut. — не нарушать равновесия, т.е. соблюдать меру - см. тж. ζυγόν
-
3 ζυγός
ζυγός, οῦ, ὁ (Hom. Hymns, Cer. 217 and prose since Pla., Tim. 63b; Polyb., Epict.; PFay 121, 4 εἰς τὸν ζ.; PStras 32, 12; LXX [Thackeray p. 154]; En 103:11; PsSol 7:9 [acc. without art.]; 17:30; TestAbr A 12f [Stone p. 30, 6 al.]; Just., D. 53, 1; Ath., R. 58, 22 [? acc. without art.]) for Attic τὸ ζυγόν (Hom. et al.; pap; Gignac II 97; Jos., Ant. 12, 194; Just., D. 88, 8 [but ζυγούς GThGk A 13, 1: Ea 152]).① a frame used to control working animals or, in the case of humans, to expedite the bearing of burdens, yoke in our lit. only fig. of any burden: ζ. δουλείας yoke of slavery (Soph., Aj. 944; cp. Hdt. 7, 8, γ3; Pla., Leg. 6, 770e; Demosth. 18, 289; Gen 27:40) Gal 5:1. ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι slaves under the yoke (i.e. under the y. of sl.) 1 Ti 6:1. ζυγὸς ἀνάγκης yoke of necessity (Eur., Or. 1330) B 2:6. Of the teaching of Jesus Mt 11:29f (cp. Sir 51:26, also 6:24–28; THaering, Mt 11:28–30: ASchlatter Festschr. 1922, 3–15; TArvedson, D. Mysterium Christi ’37, 174–200; HBetz, JBL 86, ’67, 10–24); D 6:2. ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς χάριτος ἔρχεσθαι come under the yoke of grace 1 Cl 16:17 (opp. ViDa 7 [p. 77, 12 Sch.] ὑπὸ ζ. γίνονται τοῦ Βελίαρ). ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τ. τράχηλόν τινος put a yoke on the neck of someone Ac 15:10 (sim. expr. have become formal since Hes., Op. 815; Orph. Hymns 59, 5; Zosimus, Hist. 2, 37, 8; SibOr 3, 448). From this mng. it is a short step to application of such a balancing structure to② an instrument for determining weight, scale. The context of Rv 6:5 requires this mng., even though the gender of ζ. cannot be definitely determined. In older Gk. the neuter and apparently preferred form τὸ ζυγόν refers to the ‘lever of a balance’ (Aeschyl., Suppl. 822), then ‘balance, pair of scales’ (Pla. et al.; s. LXX in Thackeray, loc. cit.; Michel 1222, 4 [II B.C.]; but masc. TestAbr A).—B. 726. DELG s.v. ζεύγνυμι III. Frisk s.v. ζυγόν. M-M. TW. -
4 ζυγός
-
5 ζυγός
ζυγός, ὁ, (1) Joch; ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν τινα, unterjochen; Ruderbank; auch für Steg auf der Phorminx. (2) eine Rotte, Reihe bei den Soldaten. Auch im Chor des Drama. (3) der Waagebalken an der Waagschale, der die beiden Schalen verbindet, u. übh. Waage. Auch das Sternbild der Waage; Türriegel -
6 ζυγός
-
7 ζυγός
ζυγόνyoke: masc nom sgζυγόςyoke: masc nom sg -
8 ζυγός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζυγός
-
9 ζυγός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζυγός
-
10 Ζυγός
-
11 ζυγός
1. ярмо; перен. иго; 2. весы (чашечные).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζυγός
-
12 ζυγός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζυγός
-
13 ζυγός
[зигос] επ. чётный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυγός
-
14 ζυγός
[зигос] ουσ. α ярмо иго,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυγός
-
15 ζυγός
[зигос] επ чётный. -
16 ζυγός
[зигос] ουσ α ярмо иго. (αστρολ.) Весы. -
17 ζυγός
(πχ. δουλείας)el jou -
18 Ζυγός
ВагаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Ζυγός
-
19 ζυγός
1) attelage2) pair -
20 Ζυγός
balance
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζυγός — Sp Zigas Ap Ζυγός/Zygos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ζυγός — ζυγόν yoke masc nom sg ζυγός yoke masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέος Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Παλαιός Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
ισόζυγος — η, ο (Α ἰσόζυγος, ον) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής αρχ. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό… … Dictionary of Greek
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] … Dictionary of Greek
ζυγαριά — η 1. ζυγός, πλάστιγγα, κάθε συσκευή ζυγίσματος 2. μτφ. ο ζυγός ως μέσο με το οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη και ως σύμβολο τής δικαιοσύνης («κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου. Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου!», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek