Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ζυγοί

См. также в других словарях:

  • ζυγοί — ζυγόν yoke masc nom/voc pl ζυγός yoke masc nom/voc pl ζυγόω yoke pres subj mp 2nd sg ζυγόω yoke pres ind mp 2nd sg ζυγόω yoke pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЗИХИЯ — [Зикхия; греч. Ζιχία, Ζηχία, Ζικχία, Ζηκχία, Ζιγχία], историческая область на сев. вост. берегу Чёрного м., на территории совр. Краснодарского края. Один из древнейших регионов распространения христианства в совр. России. С юго запада З.… …   Православная энциклопедия

  • HABENAE — A. Gell. l. 2. c. 26. sunt loram, quibus sandalia seu soleae ad pedem religabantur, circa digitos primores, non enim illae, calceorum instar, concavae erant, sed planae, et solum πέλμα κάττυμα habentes, istiusmodi habenis omnino opus habebant.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • History of Chechnya — The History of Chechnya refers to the history of Chechens, Chechnya, and the land of Ichkeria. Chechen society has traditionally been organized around many autonomous local clans, called taips. The traditional Chechen saying goes that the members …   Wikipedia

  • Zygii — The Zygii (also known as polytonic|Ζυγοί, Zygoi, Zygi or Zygians) has been described by the ancient Greek intellectual Strabo as a nation to the north of Colchis.He wrote: And on the sea lies the Asiatic side of the Bosporus, or the Syndic… …   Wikipedia

  • Зихи — Запрос «Зиги» перенаправляется сюда; о приветственном жесте см. Нацистское приветствие. Историческая группа племён Зихи самоназв.  ? Экзоэтнонимы зиги, зики, зикхи, чиги, чики, джики, черкесы Этноиерархия Раса …   Википедия

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ζυγία — η (Α ζυγία) βοτ. είδος πτελέας, φτελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κατάλ. ία. Από το ξύλο τού φυτού κατασκευάζονταν ζυγοί] …   Dictionary of Greek

  • μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»