-
1 ζυγοί
ζυγόνyoke: masc nom /voc plζυγόςyoke: masc nom /voc plζυγόωyoke: pres subj mp 2nd sgζυγόωyoke: pres ind mp 2nd sgζυγόωyoke: pres subj act 3rd sg -
2 ζυγόν
ζῠγόν, τό, also [full] ζυγός, ὁ, (in various senses), h.Cer. 217, Pl.Ti. 63b, Theoc.30.29, LXXGe.27.40, al., Plb.4.82.2, Ev.Matt.11.29, Jul.Or.5.173a, etc.: rarely in pl.,I yoke of a plough or carriage,ζ. ἵππειον Il.5.799
, 23.392;ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους 5.731
, cf. Od.3.383;ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσί Hes.Op. 815
, cf. 581; ὑπὸ ζυγόφιν (i.e. ζυγοῦ)λύον ἵππους Il.24.576
: prov., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ. 'to be in the same boat', Aristaenet.2.7, Zen.3.43;ταὔτ' ἐμοὶ ζ. τρίβεις Herod.6.12
.2 metaph.,ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται h.Cer. 217
;ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Thgn.1023
; ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Pi.P.2.93; δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.7.8.γ, A.Th.75 (pl.), 471, etc.; δουλείας, ἀνάγκης ζ., S.Aj. 944, E.Or. 1330;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον S.Ant. 291
; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ.. so as to prevent.., X.Cyr.3.1.27;ζυγῷ ζυγῆναι Pl.R. 508a
;ἄγειν ὑπὸ τὸν ζ. τινάς Plb.4.82.2
, cf. D.H.3.22;ὑπὸ τὸν ζ. ὑπαγαγεῖν D.C.Fr.36.10
;ζυγὸν ὑποστῆναι D.H.10.20
.2 .III in pl., thwarts or benches joining the opposite sides of a ship, Od.9.99, 13.21, Hdt.2.96: rarely in sg.,θοὸν εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.): metaph., of the seat of authority compared to the helmsman's seat, ;ἐπεὶ δ' ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Id.Ph.74
; σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; while on the main thwart sits authority, A.Ag. 1618; also of a coachman's seat, box, PMasp.303.15 (vi A.D.).IV beam of the balance,ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 822
(lyr.), cf. Arist.Mech. 850a4: hence, the balance itself (cf. πῆχυς IV),αἴρειν τὸν ζυγόν Pl.Ti. 63b
; ἐν πλάστιγγιζυγοῦ κεῖσθαι Id.R. 55o
e; ζυγῷ or ἐν τῷ ζ. ἱστάναι, Lys.10.18, Pl. Prt. 356b;ζυγὸν ἱστάναι D.Prooem.55
: in pl., Id.25.46, SIG975.39 (Delos, iii B.C.): prov.,ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Pythag.
ap. D.L.8.18.b the constellation Libra, Hipparch.3.1.5, Ph.1.28, Man.2.137, etc.;ζ. Ἀφροδίτης Porph.Antr.22
.VIII rank or line of soldiers, opp. file ([etym.] στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο τέσσαρες Th.5.68
;ὁ ζυγός Polyaen.4.4.3
(τὰ ζυγά 2.10.4
); κατὰ ζυγόν line with line, Plb.1.45.9;κατ' ἄνδρα καὶ ζ. Id.3.81.2
; esp. front rank, Ael.Tact.7.1, Arr.Tact.8.1; also of the Chorus, Poll.4.108.IX ζυγὰ ἢ ἄζυγα even or odd, a game, Sch.Ar.Pl. 817.X measure of land, SIG963.13 (Amorgos, iv B.C.).
См. также в других словарях:
ζυγοί — ζυγόν yoke masc nom/voc pl ζυγός yoke masc nom/voc pl ζυγόω yoke pres subj mp 2nd sg ζυγόω yoke pres ind mp 2nd sg ζυγόω yoke pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЗИХИЯ — [Зикхия; греч. Ζιχία, Ζηχία, Ζικχία, Ζηκχία, Ζιγχία], историческая область на сев. вост. берегу Чёрного м., на территории совр. Краснодарского края. Один из древнейших регионов распространения христианства в совр. России. С юго запада З.… … Православная энциклопедия
HABENAE — A. Gell. l. 2. c. 26. sunt loram, quibus sandalia seu soleae ad pedem religabantur, circa digitos primores, non enim illae, calceorum instar, concavae erant, sed planae, et solum πέλμα κάττυμα habentes, istiusmodi habenis omnino opus habebant.… … Hofmann J. Lexicon universale
History of Chechnya — The History of Chechnya refers to the history of Chechens, Chechnya, and the land of Ichkeria. Chechen society has traditionally been organized around many autonomous local clans, called taips. The traditional Chechen saying goes that the members … Wikipedia
Zygii — The Zygii (also known as polytonic|Ζυγοί, Zygoi, Zygi or Zygians) has been described by the ancient Greek intellectual Strabo as a nation to the north of Colchis.He wrote: And on the sea lies the Asiatic side of the Bosporus, or the Syndic… … Wikipedia
Зихи — Запрос «Зиги» перенаправляется сюда; о приветственном жесте см. Нацистское приветствие. Историческая группа племён Зихи самоназв. ? Экзоэтнонимы зиги, зики, зикхи, чиги, чики, джики, черкесы Этноиерархия Раса … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ζυγία — η (Α ζυγία) βοτ. είδος πτελέας, φτελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κατάλ. ία. Από το ξύλο τού φυτού κατασκευάζονταν ζυγοί] … Dictionary of Greek
μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… … Dictionary of Greek
μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… … Dictionary of Greek