-
1 ζυγίζω
[зигизо]ρ. (μτβ.) взвешивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυγίζω
-
2 весить
-
3 вешать
I вешать II (взвешивать) ζυγίζω II вешать II) κρεμ(ν)ώ \вешать пальто κρεμ(ν)ώ το παλτό 2) (бельё ) απλώνω* * *I1) κρεμ(ν)ώве́шать пальто́ — κρεμ(ν)ώ το παλτό
2) ( бельё) απλώνωII( взвешивать) ζυγίζω -
4 взвесить
-
5 балансировать
-рую, -руешь, ρ.δ.1. ισορροπώ, σταθμίζω, ζυγίζω.2. μ.(τεχ.) ζυγίζω.3. αντισταθμίζω, εξισώνω• ισοφαρίζω. -
6 взвесить
взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ζυγίζω, σταθμίζω•взвесить ребенка ζυγίζω το παιδάκι.
2. μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, εκτιμώ•взвесить все доводы за и против εξετάζω επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά•
взвесить свой слово μετρώ τα λόγια μου, σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.
ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. -
7 вывесить
вывесить 1-ешу, -есишь, προστκ. вывеси κ. вывесь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ•вывесить флажки αναρτώ σημαιούλες•
вывесить бельё κρεμώ τα ρούχα (για στέγνωμα).
2. τοιχοκολλώ• αναρτώ•приказ, объявление, списки τοιχοκολλώ διάταγμα, ανακοίνωση, καταλόγους.
вывесить 2(γραμμ. στοιχεία βλ. вывесить 1)ρ.σ.μ.ζυγίζω•вывесить тару ζυγίζω την τάρα•
вывесить гири ελέγχω τα σταθμά.
|| ελέγχω, κανονίζω, ταιριάζω τη ζυγαριά. -
8 отвесить
-шу, -сишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ζυγίζω•отвесить кило сахару ζυγίζω ένα κιλό ζάχαρη.
2. (απλ.) καταφέρω χτύπημα, μπάτσο, σκαμπίλι, κόλαφο.εκφρ.отвесить поклон – υποκλίνομαι, προσκυνώ•отвесить низкий поклон – κάνω εδαφιαία υπόκλιση. -
9 равнять
ρ.δ.μ.1. εξισώνω•смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.
2. συγκρίνω, παραβάλλω•равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.
3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.
|| ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).
1. ισούμαι•доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.
2. ευθυγραμμίζομαι.(προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.
|| μτφ. αντιστοιχώ. -
10 развесить
ρ.σ.μ. ζυγίζω (σε πολλά μέρη)•развесить сахар, муку ζυγίζω ζάχαρη, αλεύρι.
ρ.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ (σε πολλά μέρη). || κρεμώ, γέρνω•развесить ветви κρεμώ τα χλωνάρια.
εκφρ.развесить уши – ειρν. στήνω το αυτί, ακούω προσεχτικά.κρέμομαι, γέρνω. -
11 взвешивание
(определение веса) το ζύγισμαη ζύγιση-ть ζυγίζω, ζυγιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взвешивание
-
12 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
13 дозировать
μετράω/ζυγίζω την δόση της αναλογίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозировать
-
14 отвешивать
(взвешивать) ζυγίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвешивать
-
15 развешивать
I.(разделять на части по весу) ζυγίζω (χωρίζοντας σε διάφορα μέρη).II. (вешать по разным местам) κρεμώ (σε διάφορα μέρη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развешивать
-
16 тарировать
1. (определять вес тары) ζυγίζω 2. (проверять показания приборов по контрольным приборам) εξακριβώνω (τις ενδείξεις των οργάνων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тарировать
-
17 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
18 весить
вес||итьнесов ζυγίζω, ζυγιάζω:рыба \веситьит два килограмма τό ψάρι ζυγίζει δύο κιλά. -
19 вешать
вешатьнесов1. κρεμώ, ἀναρτῶ, κρεμνώ:\вешать картины κρεμώ (или ἀναρτῶ) πίνακες·2. (белье) ἀπλώνω·3. (казнить) ἀπαγχονίζω, κρεμώ·4. (взвешивать) ζυγίζω, ζυγιάζω· ◊ \вешать голову ἀποθαρρύνομαι, τά βάζω κάτω. -
20 взвешивать
взвешиватьнесов1. ζυγίζω, ζυγιάζω, σταθμίζω·2. перен σταθμίζω, μελετῶ, ἐξετάζω προσεκτικά:\взвешивать все доводы за и против σταθμίζω ὅλα τά ἐπιχειρήματα, ἐξετάζω τά ὑπέρ καί τά κατά.
См. также в других словарях:
ζυγίζω — ζυγίζω, ζύγισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ζυγιάζω – ζυγίζω : είναι κοινή μόνο η έννοια του υπολογισμού του βάρους κάποιου πράγματος. Το ρ. ζυγιάζω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ σε θέση ισορροπίας (π.χ. ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζυγίζω — pres subj act 1st sg ζυγίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγίζω — ζύγισα, ζυγίστηκα, ζυγισμένος 1. βρίσκω το βάρος κάποιου σώματος με τη ζυγαριά. 2. μτφ., υπολογίζω από πριν τις συνέπειες των λόγων μου ή των πράξεών μου: Ζυγίζει κάθε λέξη που θα πει. 3. ευθυγραμμίζω: Ζυγίζω το νήμα της στάθμης. 4. τοποθετώ σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζύγισον — ζυγίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
ζυγιάζω — (Α ζυγιάζω) 1. ζυγίζω, σταθμίζω 2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν τα ξένα», δημ. τραγ.) 3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω … Dictionary of Greek
κατασταθμίζω — (Μ) ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταθμίζω «ζυγίζω»] … Dictionary of Greek
συζυγοστατώ — έω, Μ ζυγίζω, σταθμίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζυγοστατῶ «ζυγίζω»] … Dictionary of Greek