Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζυγίζω

См. также в других словарях:

  • ζυγίζω — ζυγίζω, ζύγισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ζυγιάζω – ζυγίζω : είναι κοινή μόνο η έννοια του υπολογισμού του βάρους κάποιου πράγματος. Το ρ. ζυγιάζω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ σε θέση ισορροπίας (π.χ. ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζυγίζω — pres subj act 1st sg ζυγίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — ζύγισα, ζυγίστηκα, ζυγισμένος 1. βρίσκω το βάρος κάποιου σώματος με τη ζυγαριά. 2. μτφ., υπολογίζω από πριν τις συνέπειες των λόγων μου ή των πράξεών μου: Ζυγίζει κάθε λέξη που θα πει. 3. ευθυγραμμίζω: Ζυγίζω το νήμα της στάθμης. 4. τοποθετώ σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζύγισον — ζυγίζω aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • ζυγιάζω — (Α ζυγιάζω) 1. ζυγίζω, σταθμίζω 2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν τα ξένα», δημ. τραγ.) 3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω …   Dictionary of Greek

  • κατασταθμίζω — (Μ) ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταθμίζω «ζυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συζυγοστατώ — έω, Μ ζυγίζω, σταθμίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζυγοστατῶ «ζυγίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»