-
1 взвеситься
-
2 взвесить
-
3 взвешиваться
взвешивать||сяζυγίζομαι. -
4 парить
парить Iнесов1. (белье, бочку и т. п.) κλιβανίζω, ζεματίζω·2. (репу и т. п.) τσιγαρίζω·3. безл:парит ἐχει πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, ἐχει πνιγούρα.парить IIнесов πετώ, βρίσκομαι μετέωρος, ζυγίζομαι (στον ἀέρα):\парить в воздухе αίωροῦμαι, εἶμαι μετέωρος' ◊ \парить в облаках βρίσκομαι στά σύννεφα, φαντασιο-κοπῶ. -
5 равияться
равия||ться1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:\равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα. -
6 ровняться
ровнять||ся1. (в одну линию) στοιχίζομαι, ζυγίζομαι, παρατάσσομαι σέ γραμμή·2. перен:\ровнятьсяся по лучшим μιμούμαι τους καλλίτερους, παίρνω παράδειγμα ἀπό τους καλλίτερους. -
7 вешать
вешать 1ρ.δ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•-люстру κρεμώ το πολύφωτο.
2. απαγχονίζω.εκφρ.вешать собак на кого – τα φορτώνω στον άλλον και τα βαριά και τ’ αλαφριά στο γάιδαρο (τά φορτώνω) ή όλα τα στραβά τα κουλούρια η νύφη τα φτιάχνει.1. κρεμιέμαι, εξαρτιέμαι.2. απαγχονίζομαι.вешать 2ρ.δ.μ.ζυγίζω, σταθμίζω.ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. -
8 взвесить
взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ζυγίζω, σταθμίζω•взвесить ребенка ζυγίζω το παιδάκι.
2. μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, εκτιμώ•взвесить все доводы за и против εξετάζω επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά•
взвесить свой слово μετρώ τα λόγια μου, σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.
ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. -
9 вывешивать
ρ.δ.βλ. вывесить вывешиваться1. κρεμιέμαι, αναρτώμαι έξω.2. τοιχοκολλιέμαι.ρ.δ.βλ. вывеситьζυγίζομαι, σταθμίζομαι.ρ.δ.βλ. вывешить.χαράζομαι, ορίζομαι (για οδό κ.τ.τ.). -
10 выровнять
ρ.σ.μ.1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.2. ευθυγραμμίζω•выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.
εκφρ.выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.2. ευθυγραμμίζομαι.3. (στρατ.) ζυγίζομαι.4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.
-
11 навешивать
ρ.δ.βλ. навесить.κρεμιέμαι, αναρτιέμαι.ρ.δ.βλ. ζυγίζω.ζυγίζομαι. -
12 недовешивать
-
13 отвешивать
-
14 подстроить
ρ.σ.μ.1. βλ. пристроить.2. (στρατ.) στοιχίζω, ζυγίζω, συντάσσω.3. κουρδίζω•подстроить скрипку год пианино κουρδίζω το βιολί με βάση το πιάνο.
|| μτφ. προδιαθέτω, εμφυσώ.4. μηχανεύομαι, μαγειρεύω, εξυφαίνω, χαλκεύω σκαρώνω.1. βλ. пристроиться.2. (στρατ.) στοιχιζομ;αι, ζυγίζομαι, συντάσσομαι.3. ενώνομαι, προσχωρώ. -
15 развешивать
ρ.δ.βλ. развесить 1.ζυγίζομαι.ρ.δ.βλ. развесить 2.κρεμιέμαι, αναρτιέμαι (σε διάφορα μέρη). -
16 ровнять
ρ.δ. μ, ισώνω, ισάζω, ομαλύνω, ισοπεδώνω, επιπεδώνω• ευθειοποιώ• ευθυγραμμίζω.1. ομαλύνομαι, ισοπεδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. ζυγίζομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι (κατά τη σύνταξη τμήματος).3. μτφ. εξισώνομαι, ευθυγραμμίζομαι με κάποιον. -
17 свесить
свесить 1свешу, свесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свешенный, βρ: -шен, -а, -оκρεμώ•свесить ковры с балкона κρεμώ τα χαλιά από το μπαλκόνι•
свесить ноги κρεμώ (αιωρώ) τα πόδια.
|| κλίνω, γέρνω, κάμπτω• λυγίζω•свесить голову κρεμώ το κεφάλι•
ива -ла ветви η ιτιά κρέμασε τα κλαδιά.
κρεμιέμαι, κρέμομαι. || κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι.свесить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. свесить1); ζυγίζω, σταθμίζω.(απλ.) ζυγίζομαι.
См. также в других словарях:
ζυγίζομαι — ζυγίζομαι, ζυγίστηκα, ζυγισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγαρίζω — 1. γέρνω από δω κι από κει, ταλαντεύομαι 2. (για αρπακτικά πτηνά που αναζητούν τη λεία τους) ζυγίζομαι στον αέρα, μένω μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγαρά, άλλος τ. του ζυγαριά + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek