-
1 ζοΐα
-
2 ζοια
-
3 κακο-ζοΐα
-
4 ζοίας
ζοΐᾱς, ζωήliving: fem acc pl (aeolic)ζοΐᾱς, ζωήliving: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ζωή
ζωή, ἡ, ion. u. p. ζόη, auch ζοΐα, Theocr. 29, 5 ( ζάω), Lebensunterhalt, Hab u. Gut, wie βίοτος, Od. 14, 96. 208. 16, 429; ποιεῖσϑαι τὴν ζόην ἔκ τινος, Her. 8, 105. – Das Leben (vgl. βίος), im Ggstz des Todes, πεῖραν ϑανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Pind. N. 9, 29, vgl. 8, 36 I. 4, 13; περὶ ζωῆς καὶ ϑανάτου λέγειν Plat. Phaed. 71 d; Folgde; ἐν δὲ γαίᾳ ζωὰ φονορύτῳ μέμικται Aesch. Spt. 921; vgl. Ellendt lex. Soph.
-
6 ζωη
ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἥ1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь(περὴ ζωῆς καὴ θανάτου λέγειν Plat.; ἥ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὴ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.)
τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. — проходить свой жизненный путь;ζωῆς μῆκος Arst. — долговечность2) средства к жизни, средства пропитанияτέν ζόην ποιεῖσθαι ( или καθίστασθαι) ἀπό ( или ἔκ) τινος Her. — добывать средства к жизни, жить чем-л.
3) образ жизни4) имущество, достояние(ζωέν καταφαγέειν Hom.)
οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. — имущества у него (Одиссея) было без счета -
7 κακοζοια
-
8 ζωή
ζωή ( [full] ζωιή (prob. an error) SIG577.34 (Milet., iii/ii B.C.)), [dialect] Dor. [full] ζωά: [dialect] Ion. and poet. [full] ζόη, Hdt.1.32, Herod.10.4, S.Fr. 556, etc. (v. infr.), cf. IG9(1).86 ([place name] Hyampolis), [dialect] Dor. [full] ζόα: [dialect] Aeol. [full] ζοΐα Theoc. 29.5: ἡ:—A living, i.e. one's substance, property,ἦ γάρ οἱ ζ. γ' ἦν ἄσπετος Od.14.96
; τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο ib. 208;κατὰ ζωὴν φαγέειν 16.429
; τὴν ζόην ποιέεσθαι or καταστήσασθαι ἀπὸ or ἐκ.. to get one's living by.., Hdt.8.105, cf. 2.36, Arist.HA 608b21;ἐξ ἁλός Theoc.Beren. 2
.2 after Hom., life, existence, opp. death, Tyrt.15.5, Pi.N.8.36, etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ib.9.29; ; ζόας ( ζωᾶς codd.) (lyr.);τοῦ βίου ζωή Pl. Ti. 44c
;ὁ τῆς ζ. χρόνος SIG1210
([place name] Calymna), etc.: as a term of affection, ζωή mylife! Juv.6.195: pl.,ζόαι A.Fr.99.13
; ; μετὰ τὴν μίαν ζ. πολλαὶ ζ. Dam.Pr. 100;αἱ τῆς ψυχῆς ζ. καὶ δυνάμεις Iamb.Comm.Math.3
.II ζωή,=γραῦς 11
, the scum on milk, Eust.906.52; ζόη· τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος, Hsch. [The form ζόη (paroxyt.) is required by the metre in trimeters in S.Fr. 556, E.Hec. 1108, and in lyrics S. Fr. 592, E.Med. 976, al., ζωή never: ζόη in other Poets, Call.Fr. 114, Theoc.Ep.18.9, Herod.10.4.] (For the root, cf. ζῶ: fancifully connected with ζέω and ζητέω, Dam.Pr.81: in signf. 11 ζόη prob. fr. ζέω.) -
9 ζόη
-
10 ζώ-ω
Grammatical information: v.Meaning: `live' (Il.).Other forms: Homer has only uncontracted forms: ζώω, ζωεις, ζώει, ζωέμεν, ζώοντ-. (*ζάω is a grammarians' construction.)Dialectal forms: Myc. PN zowo, zowijo, prob. \/zōwos, zōwios\/. - Cret. δώ-ω, Att. ζῶ, ζῃ̃ς, ζῃ̃, ζῶμεν etc.., ipf. ἔζων ( ἔζην), ἔζης, -η, inf. ζῆν, fut. ζήσω, - ομαι (beside βιώσομαι), aor. ζῆσαι, ζῶσαι, βιῶσαι), perf. ἔζηκα (Arist.), ptc. ἐζωκότα (Kyzikos) for βεβίωκα (Att.),Compounds: Sometimes with ἀνα-, δια-, ἐπι-. From ζωός: ΖωϜό-θεμις (Cyprus Va; Masson, Beitr. z. Namenforschung 8, 161ff.). ζωγράφος `painter' (without ι?).Derivatives: ζωή (Od.), also ζόη, Dor. ζωά, ζόα, Aeol. ζοΐα (Theoc.) `life'. 2. ζωός ( ζοός, ζώς) `alive' (Il.). ζώϊον, ζῳ̃ον (from ζώς; Leumann Mus. Helv. 2, 7) `living being, animal'. ζώσιμος `viable' (late). ( ἀνά-)ζῆσις `reviving' ( Theol. Ar., Dam.). Άζησία (S. Fr. 981), Άζοσία (Epid.) surname of Demeter (? Fraenkel Lexis 3, 59f.)Etymology: Generally derived from a root *gʷiē-, which is impossible as the root was * gʷeih₃-\/ gʷieh₃- (s. βιω-); also the distribution could not be explained. This agrees with the fact that Homer has only (uncontracted) forms ζωε\/ο-. So Attic etc. ζῶ, ζῃ̃ς, ἔζησα must be innovations.Page in Frisk: 1,618-619Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζώ-ω
См. также в других словарях:
ζόια — ζόια, ἡ (Α) αιολ. τ., βλ. ζωή … Dictionary of Greek
ζοίας — ζοΐᾱς , ζωή living fem acc pl (aeolic) ζοΐᾱς , ζωή living fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek