Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζοός

См. также в других словарях:

  • ζόος — ζοός, ή, όν και ζόος, ον (Α) βλ. ζωός …   Dictionary of Greek

  • ζοοί — ζοός shoe latchet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοοῦ — ζοός shoe latchet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοᾶς — ζοός shoe latchet fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοῆς — ζοός shoe latchet fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοή — ζοός shoe latchet fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοήν — ζοός shoe latchet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • евня — зерносушилка особого устройства , смол. (Добровольский), укр.. блр. евня, ёвня, стар. евья (1557 г.); см. РФВ 5, 254 и сл. Связано с овин (см.). Начальное е не изменилось в о перед ь; ср. ель (Шахматов, Очерк 140). Родственно лит. javiena пашня …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αλειφαζόος — ἀλειφαζόος και ἀλειφοζόος, ο (στη Μυκην.) η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο ως επαγγελματικό όνομα, που σημαίνει «μυροποιός», «αρωματοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλειφα* «μύρο» + *ζόος, αμάρτυρος τ. του ρ. ζέω (= βράζω)] …   Dictionary of Greek

  • ζωός — ζωός, ή, όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) [ζω] ζωντανός («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»