-
1 ζητρός
ζητρ-ός, ὁ,A executioner, Hsch. -
2 ζητρόν
ζητρόςexecutioner: masc acc sg -
3 ζητέω
Grammatical information: v.Meaning: `search, research, inquire, investigate' (Ξ 258),Other forms: Aor. ζητῆσαι, ζητηθῆναι (Ion.-Att.), perf. ἐζήτηκα (Din.); Dor. ptc. ζάτεισα (Theoc. 1, 85)Derivatives: Also ζητεύω (Hes., h. Hom.), ζατεύω (Alcm.). - Deriv. ( ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, συ-)ζήτησις `search out, inquire, consideration' (IA) with ζητήσιμος (X.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 63); ( ἐπι)ζήτημα `inquiry' (IA) with ζητημάτιον (Arr., Lib.), ζητηματικός (sch.); ( ἐκ-, συ-)ζητητής `researcher', in plur. name of a juridical official in Athens (Att.) with ( ἐπι-, συ-)ζητητικός `prepared to inquire' (Att.). - On ζητήρ, ζητρός s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like αἰτέω, δατέομαι, ἀρτάω etc. (Schwyzer 705f.), so from a nominal τ-stem; cf. esp. Arc. ζατός (IG 5: 2, 4, 22). The primary verb in reduplicated δίζημαι (Sommer Lautstud. 157f.); s. v. and ζῆλος, and ζημία. - Older Bq.Page in Frisk: 1,613Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζητέω
См. также в других словарях:
ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… … Dictionary of Greek
ζητρόν — ζητρός executioner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek
ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] … Dictionary of Greek
ζητρείον — ζητρεῑον, τὸ (AM) (Α και ζήτρειον, δωρ. τ. ζατρεῑον [ζητρός] (στη Χίο) τόπος τιμωρίας τών δούλων … Dictionary of Greek
ζητρεύω — ζητρεύω, δωρ. τ. ζατρεύω (Α) [ζητρός] βασανίζω, τιμωρώ κάποιον με καταναγκαστικά έργα σε μύλο … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
i̯ā- : i̯ō- — i̯ā : i̯ō English meaning: to be angry; to be punish Deutsche Übersetzung: “erregt sein”, daher “bestrafen, rächen”, also “erregt sprechen, beschwören, preisen” Material: O.Ind. ved. yü van “Angreifer, Verfolger”, yü tár… … Proto-Indo-European etymological dictionary