Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζητρός

См. также в других словарях:

  • ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… …   Dictionary of Greek

  • ζητρόν — ζητρός executioner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …   Dictionary of Greek

  • ζητρείον — ζητρεῑον, τὸ (AM) (Α και ζήτρειον, δωρ. τ. ζατρεῑον [ζητρός] (στη Χίο) τόπος τιμωρίας τών δούλων …   Dictionary of Greek

  • ζητρεύω — ζητρεύω, δωρ. τ. ζατρεύω (Α) [ζητρός] βασανίζω, τιμωρώ κάποιον με καταναγκαστικά έργα σε μύλο …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • i̯ā- : i̯ō- —     i̯ā : i̯ō     English meaning: to be angry; to be punish     Deutsche Übersetzung: “erregt sein”, daher “bestrafen, rächen”, also “erregt sprechen, beschwören, preisen”     Material: O.Ind. ved. yü van “Angreifer, Verfolger”, yü tár… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»