-
1 ζητητής
ζητητής, ὁ, der Aufsucher, ϑηρίων Poll. 5, 9; von geistigen Dingen, μαϑήματος Plat. Charm. 175 e; καὶ μαϑητής Rep. X, 618 c; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen, Andoc. 1, 14. 36; Lys. 21, 16; ζητητὰς ἑλέσϑαι Dem. 24, 11. Vgl. Böckh Staatsh. I p. 170.
-
2 ζητητης
- οῦ ὅ1) искатель, исследователь(τούτου τοῦ μαθήματος Plat.)
2) зетет, следователь(ζητητάς ἑλέσθαι Dem.)
ὑπὸ τῶν ζητητῶν ἀπογραφῆναι Lys. — быть занесенным зететами в списки (должников) (ζητηταί - члены финансовой комиссии, в Афинах, которая вела следствие по имущественным преступлениям против государства и привлекала к ответственности государственных должников) -
3 ζητητής
ζητητήςseeker: masc nom sg -
4 ζητητής
ζητητής, ὁ, der Aufsucher; von geistigen Dingen; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen -
5 ζητητής
ο искатель, исследователь -
6 ζητητής
II ζητηταί, οἱ, at Athens, commissioners to inquire into extraordinary offences to to recover moneys owing to the State, And.1.14 (sg.), Lys.21.16, D.24.11, Pl.Com.125 (sg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητητής
-
7 συ-ζητητής
συ-ζητητής, ὁ, der mit sucht, N. T.
-
8 φιλο-ζητητής
φιλο-ζητητής, ὁ, gern suchend, Freund von Untersuchungen, Cyrill.
-
9 ἐκ-ζητητής
ἐκ-ζητητής, ὁ, der Aufsucher, Verfolger.
-
10 ζητηταί
ζητητήςseeker: masc nom /voc plζητητόςsought for: fem nom /voc pl -
11 ζητητήν
ζητητήςseeker: masc acc sg (attic epic ionic)ζητητόςsought for: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 ζητητά
ζητητά̱, ζητητήςseeker: masc nom /voc /acc dualζητητήςseeker: masc voc sgζητητήςseeker: masc nom sg (epic)ζητητόςsought for: neut nom /voc /acc plζητητά̱, ζητητόςsought for: fem nom /voc /acc dualζητητά̱, ζητητόςsought for: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ζητητάς
ζητητά̱ς, ζητητήςseeker: masc acc plζητητά̱ς, ζητητήςseeker: masc nom sg (epic doric aeolic)ζητητά̱ς, ζητητόςsought for: fem acc pl -
14 ζήτωρ
-
15 συζητητης
-
16 ζητηταίς
-
17 ζητηταῖς
-
18 ζητητών
ζητητήςseeker: masc gen plζητητόςsought for: fem gen plζητητόςsought for: masc /neut gen pl -
19 ζητητῶν
ζητητήςseeker: masc gen plζητητόςsought for: fem gen plζητητόςsought for: masc /neut gen pl -
20 ζητητέα
ζητητέοςto be sought: neut nom /voc /acc plζητητέᾱ, ζητητέοςto be sought: fem nom /voc /acc dualζητητέᾱ, ζητητέοςto be sought: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ζητητήςseeker: masc acc sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζητητής — seeker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητής — ο (AM ζητητής) [ζητώ] αυτός που αναζητά, που ερευνά με επιμονή, ο ερευνητής μσν. αρχ. (για θηράματα) ο ανιχνευτής αρχ. πληθ. οἱ ζητηταί οι εντεταλμένοι από το πολίτευμα τής αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων… … Dictionary of Greek
ζητητής — ο 1. ερευνητής. 2. αυτός που ζητάει κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητηταῖς — ζητητής seeker masc dat pl ζητητός sought for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηταί — ζητητής seeker masc nom/voc pl ζητητός sought for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητήν — ζητητής seeker masc acc sg (attic epic ionic) ζητητός sought for fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητῶν — ζητητής seeker masc gen pl ζητητός sought for fem gen pl ζητητός sought for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητά — ζητητά̱ , ζητητής seeker masc nom/voc/acc dual ζητητής seeker masc voc sg ζητητής seeker masc nom sg (epic) ζητητός sought for neut nom/voc/acc pl ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc/acc dual ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητάς — ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc acc pl ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc nom sg (epic doric aeolic) ζητητά̱ς , ζητητός sought for fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] … Dictionary of Greek
ζητήτωρ — και ζήτωρ, ὁ (Α) [ζητώ] ο ζητητής* … Dictionary of Greek