-
1 ζητητικός
ζητητικός, zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.
-
2 ζητητικος
31) склонный к исследованию, пытливый(ἐργαστικὸς καὴ ζ. Plat.)
2) посвященный разысканию, исследовательский(αἰτίων Plut.)
οἱ ζητητικοὴ διάλογοι Diog.L. — исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί);ἥ ζητητικέ ἀγωγή Sext. — исследовательское направление, т.е. скептическая философия -
3 ζητητικός
ζητητικόςdisposed to search: masc nom sg -
4 ζητητικός
ζητητικός, zum Untersuchen geneigt; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική -
5 ζητητικός
η, ό[ν] исследовательский -
6 ζητητικός
2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol. 1265a12. Adv.- κῶς Procl.in Prm.p.515S.
3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70;ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητητικός
-
7 ἐπι-ζητητικός
ἐπι-ζητητικός, ή, όν, fragend, σύνδεσμος, Suid. s. v. Μῶν.
-
8 ζητητικά
ζητητικόςdisposed to search: neut nom /voc /acc plζητητικά̱, ζητητικόςdisposed to search: fem nom /voc /acc dualζητητικά̱, ζητητικόςdisposed to search: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ζητητικώτερον
ζητητικόςdisposed to search: adverbial compζητητικόςdisposed to search: masc acc comp sgζητητικόςdisposed to search: neut nom /voc /acc comp sg -
10 ζητητικόν
ζητητικόςdisposed to search: masc acc sgζητητικόςdisposed to search: neut nom /voc /acc sg -
11 ζητητικαί
ζητητικόςdisposed to search: fem nom /voc pl -
12 ζητητικοί
ζητητικόςdisposed to search: masc nom /voc pl -
13 ζητητικούς
ζητητικόςdisposed to search: masc acc pl -
14 ζητητικωτέροις
ζητητικόςdisposed to search: masc /neut dat comp pl -
15 ζητητικωτέρους
ζητητικόςdisposed to search: masc acc comp pl -
16 ζητητική
ζητητικόςdisposed to search: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
17 ζητητικήν
ζητητικόςdisposed to search: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 ζητητικώτατος
ζητητικόςdisposed to search: masc nom superl sg -
19 ζητητικώτεροι
ζητητικόςdisposed to search: masc nom /voc comp pl -
20 ζητητικών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζητητικός — disposed to search masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικός — ή, ό (AM ζητητικός, ή, όν) [ζητητής] 1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι 3. το θηλ. η ζητητική το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
ζητητικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να ερευνά την αλήθεια: Ζητητικοί φιλόσοφοι (οι σκεπτικοί) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητητικά — ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc pl ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc/acc dual ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικώτερον — ζητητικός disposed to search adverbial comp ζητητικός disposed to search masc acc comp sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικῶν — ζητητικός disposed to search fem gen pl ζητητικός disposed to search masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικόν — ζητητικός disposed to search masc acc sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικαί — ζητητικός disposed to search fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοῖς — ζητητικός disposed to search masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοί — ζητητικός disposed to search masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοῦ — ζητητικός disposed to search masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)