Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζητήματα

  • 21 архивист

    α.
    ειδικός σε ζητήματα αρχείου.

    Большой русско-греческий словарь > архивист

  • 22 вершить

    -шу, -шишь ρ.δ. ц.
    1. λύνω, λύω•

    трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•

    вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.

    3. κορυφώνω, υψώνω•

    вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•

    -дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.

    1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•

    дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.

    2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > вершить

  • 23 войсковой

    επ.
    στρατιωτικός•

    -ые формирования στρατιωτικοί σχηματισμοί•

    -ая разведка στρατιωτική ανίχνευση•

    εκφρ.
    войсковой круг – συνέλευση των Κοζάκων για ζητήματα πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > войсковой

  • 24 говорильня

    θ.
    χώρος όπου συζητούνται αναξιόλογα ζητήματα, αεροκοπανιστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > говорильня

  • 25 диалектолог

    α.
    διαλεκτολόγος, ειδικός σε ζητήματα διαλεκτολογίας.

    Большой русско-греческий словарь > диалектолог

  • 26 задача

    θ.
    1. καθήκο, έργο, δουλειά•

    выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•

    наши -и τα καθήκοντα μας•

    основная задача το βασικό καθήκο.

    || σκοπός αντικειμενικός•

    поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.

    || ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•

    очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.

    2. μαθ. πρόβλημα•

    алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.

    3. (απλ.)
    επιτυχία• ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > задача

  • 27 злободневность

    θ.
    επικαιρότητα, τα φλέγοντα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > злободневность

  • 28 знаток

    α.
    γνώστης, ειδικός, ειδήμονας•
    в искусстве ειδικός στην Τέχνη•

    знаток в поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης•

    знаток сво6го дела κατεχάρης.

    Большой русско-греческий словарь > знаток

  • 29 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 30 литературовед

    α.
    ειδικός σε ζητήματα φιλολογίας, φιλόλογος• κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας.

    Большой русско-греческий словарь > литературовед

  • 31 международник

    α.
    ειδικός σε διεθνή ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > международник

  • 32 невыясненный

    επ.
    αδιευκρίνητος, αδιασαφήνιστός σκοτεινός•

    -ые вопросы αδιευκρίνητα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > невыясненный

  • 33 общетеоретический

    επ.
    γενικής θεωρητικής σημασίας•

    -ие вопросы θεωρητικά ζητήματα γενικής σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > общетеоретический

  • 34 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 35 организационный

    επ.
    οργανωτικός•

    -ые мероприятия οργανωτικά μέτρα•

    -ые вопросы οργανωτικά• ζητήματα•

    организационный комитет οργανωτική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > организационный

  • 36 распорядительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    ικανός σε διαχειριστικά ζητήματα• δραστήριος•

    распорядительный человек άνθρωπος ικανός για κουμάντο.

    Большой русско-греческий словарь > распорядительный

  • 37 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 38 теоретизировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. ασχολούμαι με θεωρητικά ζητήματα• θεωρητικολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > теоретизировать

  • 39 часть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μέρος (του όλου), τμήμα•

    часть долга μέρος του χρέους•

    часть здания τμήμα του κτιρίου.

    2. μέλος•

    часть тела μέλος του σώματος.

    3. το μερίδιο, το μερτικό•

    я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.

    4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•

    сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•

    часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.

    5. η πλευρά•

    художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.

    6. μέρος(υποδιαίρεση)•

    роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.

    7. τμήμα, τομέας•

    часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•

    учебная часть διδακτικός τομέας•

    хозяйственная часть οικονομικός τομέας.

    8. (στρατ.) τμήμα•

    пехотныечастьи τμήματα πεζικού.

    9. τμήμα πόλης.
    10. αστυνομικό τμήμα.
    11. παλ. η τύχη.
    εκφρ.
    в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•
    почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•
    львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•
    часть благую часть избратьπαλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•
    разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•
    рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > часть

  • 40 κυλίκειος

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίκειος

См. также в других словарях:

  • ζητήματα — ζήτημα that which is sought neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»