-
1 текущий
текущий (теперешний) σημερινός, τρεχούμενος; \текущий момент η σημερινή κατάσταση, το παρόν в \текущийем году το τρέχον έτος, φέτος; \текущийие дела τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα; \текущий ремонт η μικρή επισκευή* * *( теперешний) σημερινός, τρεχούμενοςтеку́щий моме́нт — η σημερινή κατάσταση, το παρόν
в теку́щем году́ — το τρέχον έτος, φέτος
теку́щие дела́ — τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα
теку́щий ремо́нт — η μικρή επισκευή
-
2 авторитет
авторитетм1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής. -
3 вопрос
вопросм1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι. -
4 производственный
производственн||ыйприл в разн. знач. παραγωγικός, βιομηχανικός:\производственныйый план τό παραγωγικό σχέδιο· \производственныйый стаж ἡ προυπηρεσία, τά χρόνια ὑπηρεσίας· \производственныйая практика ἡ πρακτική ἐξάσκηση· \производственныйая мощи́ость ἡ παραγωγική ἰσχύς· \производственныйое совещание ἡ σύσκεψη γιά ζητήματα τής παραγωγής· \производственныйые отношения эк. οἱ παραγωγικές σχέσεις. -
5 текущий
теку́щ||ий1. прич. от течь·2. прил перен (настоящий) παρών, τρεχούμενος, τρέχων, ἐνεστώς:\текущийие дела τά τρέχοντα ζητήματα· двадцать второе число́ \текущийего месяца στίς είκοσιδύο τρέχοντος· в \текущийем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \текущий момент ἡ σημερινή κατάσταση· \текущий ремонт ἡ μικρο-επισκευή· ◊ \текущий счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός. -
6 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
7 affair
[ə'feə]1) (happenings etc which are connected with a particular person or thing: the Suez affair.) υπόθεση2) (a thing: The new machine is a weird-looking affair.) πράγμα3) ((often in plural) business; concern(s): financial affairs; Where I go is entirely my own affair.) υπόθεση, υποθέσεις, ζητήματα4) (a love relationship: His wife found out about his affair with another woman.) σχέση (ερωτική) -
8 архивист
-а α.ειδικός σε ζητήματα αρχείου. -
9 вершить
-шу, -шишь ρ.δ. ц.1. λύνω, λύω•трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.
2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.
3. κορυφώνω, υψώνω•вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•
-дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.
1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.
2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή. -
10 войсковой
επ.στρατιωτικός•-ые формирования στρατιωτικοί σχηματισμοί•
-ая разведка στρατιωτική ανίχνευση•
- ая часть στρατιωτικό τμήμα (ή μονάδα).
εκφρ.войсковой круг – συνέλευση των Κοζάκων για ζητήματα πολέμου. -
11 говорильня
-и θ.χώρος όπου συζητούνται αναξιόλογα ζητήματα, αεροκοπανιστήριο. -
12 диалектолог
-а α.διαλεκτολόγος, ειδικός σε ζητήματα διαλεκτολογίας. -
13 задача
-и θ.1. καθήκο, έργο, δουλειά•выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•
наши -и τα καθήκοντα μας•
основная задача το βασικό καθήκο.
|| σκοπός αντικειμενικός•поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.
|| ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.
2. μαθ. πρόβλημα•алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.
3. (απλ.)επιτυχία• ευτυχία. -
14 злободневность
-и θ.επικαιρότητα, τα φλέγοντα ζητήματα. -
15 знаток
-а α.γνώστης, ειδικός, ειδήμονας•в искусстве ειδικός στην Τέχνη•знаток в поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης•
знаток сво6го дела κατεχάρης.
-
16 лезть
лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•
лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.
|| κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.
3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
4. βάζω το χέρι•лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.
5. εισχωρώ, μπαίνω•гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.
6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.
9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.
10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).εκφρ.лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος. -
17 литературовед
-а α.ειδικός σε ζητήματα φιλολογίας, φιλόλογος• κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας. -
18 международник
-а α.ειδικός σε διεθνή ζητήματα. -
19 невыясненный
επ.αδιευκρίνητος, αδιασαφήνιστός σκοτεινός•-ые вопросы αδιευκρίνητα ζητήματα.
-
20 общетеоретический
επ.γενικής θεωρητικής σημασίας•-ие вопросы θεωρητικά ζητήματα γενικής σημασίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζητήματα — ζήτημα that which is sought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek