-
1 ζευκτά
ζευκτόςyoked: neut nom /voc /acc plζευκτά̱, ζευκτόςyoked: fem nom /voc /acc dualζευκτά̱, ζευκτόςyoked: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ζευκτάς
ζευκτά̱ς, ζευκτόςyoked: fem acc pl -
3 ὄχημα
ὄχημα, τό, Alles, was trägt oder stützt, wie Eur. statt γαιήοχος den Zeus γῆς ὄχημα nennt, Troad. 884; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 451. – Gew. Fuhrwerk, Fahrzeug; ναυτίλων λινόπτερα, Aesch. Prom. 466; ξὺν ἵπποις καμπύλοις τ' ὀχήμασιν, Suppl. 180; ἱππικά, Soph. El. 730; πολύκωπον ὄχ, ναός, Schiff, Trach. 653; Eur. sowohl ἵππειον, πωλικόν, als νάϊον, Alc. 68 Rhes. 621 I. T. 410; auch ἁρμάτων ὀχήματα, Aesch. Suppl. 662 u. öfter; ζευκτά, Plut. de aere al. 3. – Komisch ὄχημα κανϑάρου, Ar. Pax 830; öfter bei Plat., wie Polit. 288 a, ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα Tim. 41 e, von Schiffen Phaed. 113 d, vgl. Hipp. mai. 295 d, τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ ϑαλάττῃ πλοῖα; Sp., wie Luc.
-
4 ζεύγελα
ζεύγελα· διάβροχα ξύλα· καὶ τῶν βοῶν ἢ ἡμιόνων ζευκτά· καὶ τέμαχος ἐκ πλευρᾶς ἡλισμένης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεύγελα
См. также в других словарях:
ζευκτά — ζευκτός yoked neut nom/voc/acc pl ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc/acc dual ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτάς — ζευκτά̱ς , ζευκτός yoked fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με … Dictionary of Greek
σιδηρογωνία — και σιδερογωνιά, η, Ν 1. σιδερένιο έλασμα, σε σχήμα ορθής δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται σε πολλές σιδηροκατασκευές 2. τεμάχιο σιδήρου, σε σχήμα δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται στη σύνδεση δύο τεμαχίων στα μεταλλικά ζευκτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] … Dictionary of Greek