Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζευκτά

См. также в других словарях:

  • ζευκτά — ζευκτός yoked neut nom/voc/acc pl ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc/acc dual ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτάς — ζευκτά̱ς , ζευκτός yoked fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …   Dictionary of Greek

  • σιδηρογωνία — και σιδερογωνιά, η, Ν 1. σιδερένιο έλασμα, σε σχήμα ορθής δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται σε πολλές σιδηροκατασκευές 2. τεμάχιο σιδήρου, σε σχήμα δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται στη σύνδεση δύο τεμαχίων στα μεταλλικά ζευκτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»