-
1 ζευκτά
ζευκτόςyoked: neut nom /voc /acc plζευκτά̱, ζευκτόςyoked: fem nom /voc /acc dualζευκτά̱, ζευκτόςyoked: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ζευκτάς
ζευκτά̱ς, ζευκτόςyoked: fem acc pl -
3 ζεύγελα
ζεύγελα· διάβροχα ξύλα· καὶ τῶν βοῶν ἢ ἡμιόνων ζευκτά· καὶ τέμαχος ἐκ πλευρᾶς ἡλισμένης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεύγελα
См. также в других словарях:
ζευκτά — ζευκτός yoked neut nom/voc/acc pl ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc/acc dual ζευκτά̱ , ζευκτός yoked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτάς — ζευκτά̱ς , ζευκτός yoked fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με … Dictionary of Greek
σιδηρογωνία — και σιδερογωνιά, η, Ν 1. σιδερένιο έλασμα, σε σχήμα ορθής δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται σε πολλές σιδηροκατασκευές 2. τεμάχιο σιδήρου, σε σχήμα δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται στη σύνδεση δύο τεμαχίων στα μεταλλικά ζευκτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] … Dictionary of Greek