Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζεστότης

См. также в других словарях:

  • ζεστότης — ζεστότης, ή (Α) [ζεστός] η θερμότητα τού νερού που βράζει …   Dictionary of Greek

  • ζεστότητα — ζεστότης heat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστότητος — ζεστότης heat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»