Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ζειά

См. также в других словарях:

  • ζειά — ζειά̱ , ζειά one seeded wheat fem nom/voc/acc dual ζειά̱ , ζειά one seeded wheat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ζειᾷ — ζειά one seeded wheat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειάν — ζειά̱ν , ζειά one seeded wheat fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειάς — ζειά̱ς , ζειά one seeded wheat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειαῖς — ζειά one seeded wheat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειαί — ζειά one seeded wheat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειᾶς — ζειά one seeded wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζειῶν — ζειά one seeded wheat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] …   Dictionary of Greek

  • ζείδωρος — η, ο (Α ζείδωρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.) αρχ. (για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό δωρος, φιλό δωρος. Βλ. και ετυμολογία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»