-
1 ζέον
ζέον το1) теплота – горячая кипяченая вода, которая во время Божественной Литургии перед причащением вливается в потир и соединяется с Кровью Христовой. Символизирует нетленность Тела Господня, теплоту Святого Духа и воскресение Христа из мертвых – Тело и Кровь живого Христа. Однако не исключаются и практические причины, могущие повлиять на использование теплоты в таинстве Евхаристии, одна из которых – согревание потира в условиях холода;2) сосуд для теплоты, см. λεβητάριονЭтим.< дргр. ζέω «кипятить» < ζέσ-ω < инд. yes «кипятить» -
2 ζέον
ζέωboil: pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic)ζέωboil: pres part act neut nom /voc /acc sg (epic doric ionic aeolic)ζέωboil: imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ζέωboil: imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) -
3 ζεω
(impf. ἔζεον - эп. ζέον, fut. ζέσω, aor. ἔζεσα - эп. ζέσσα; aor. pass. ἐζέσθην)1) кипеть, закипать(λέβης ζεῖ Hom.; τὸ ζέον ὕδωρ Arst.; ζέουσα τροφή Plut.)
2) бурлить, клокотатьλίμνη ζέουσα ὕδατος καὴ πηλοῦ Plat. — болото, в котором бурлит смешанная с илом вода;
τῆς θαλάσσης ζεσάσης Her. — когда море взволновалось;ὅ οἶνος ζεῖ Plat. — вино пенится, Arst. вино бродит3) перен. волноваться, быть неспокойнымὀργέ ζέουσα Aesch. — гневное волнение;
τῷ πνεύματι ζέοντες NT. — пылкие духом4) кишеть(σχωλήκων, φθειρσί Luc.)
5) перен. возбуждать, волновать, разгорячать(θυμὸν ἐπὴ Τροίῃ Anth.)
-
4 λεβητάριο(ν)
λεβητάριο(ν) κ. θερμάριον κ. ζέον τοнебольшой сосуд для теплоты, см. ζέονΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λεβητάριο(ν)
-
5 ζέω
ζέω, [var] contr. [ per.] 3sg. ζεῖ even in Il.21.362; later [dialect] Ep. [full] ζείω Call.Dian. 60, subj. ζείῃσι Epic. in Arch.Pap.7p.7; in late Prose [full] ζέννυμι (q.v.): [tense] impf.Aζέε Il.21.365
, , : [tense] fut. ζέσω ([etym.] ἐξανα-) A.Pr. 372: [tense] aor.ἔζεσα Hdt.7.188
, cf. ἐπιζέω; [dialect] Ep.ζέσσα Il.18.349
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐζέσθην ([etym.] ἀπ-) Dsc.1.3, ([etym.] ἐν-) Aret.CA1.2: [tense] pf.ἔζεσμαι Gp.10.54.3
:—boil, seethe, of water,ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ Il.18.349
, Od.10.360; ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον as the kettle boils, Il.21.362, cf. E.Cyc. 343; rarely of solids, to be fiery hot, , 847;χαλκός Call.
l.c.3 metaph., boil or bubble up,τῆς θαλάσσης ζεσάσης Hdt.7.188
;αἷμα διὰ χρωτὸς ζέσσ' AP7.208
([place name] Anyte); .b of passion,ὁπηνίκ' ἔζει θυμός S.OC 434
, cf. Pl.R. 440c, etc.;τὸ ζέον τῆς μάχης Hld.1.33
.4 c. gen., boil up or over with a thing,λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Pl.Phd. 113a
; πίθος ζ. [οἴνου] Thphr.HP9.17.3; πεδία ζείοντ' Ἀγαρηνῶν boiling, teeming with.., APl.4.39 (Arab.); of persons,ζ. σκωλήκων Luc.Alex.59
: c. dat.,ζ. φθειρί Id.Sat.26
;ζ. φλογμῷ Lyc.690
;θάλαττα αἵυατι καὶ ῥοθίῳ ζέουσα Aristid.1.142J.
II causal, make to boil, boil,τοὶ δὲ λοετρὰ πυρὶ ζέον A.R.3.273
; θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; AP7.385 (Phil.). -
6 εκπαφλαζω
-
7 εναλλομαι
(fut. ἐναλοῦμαι, aor. 1 ἐνηλάμην)1) устремляться, бросаться(πύλαις διπλαῖς Soph.; ἐναλλουμένους ἀνατρέπειν, sc. πολεμίους Xen.; κενταυρικῶς Arph.; τοῖς πολεμίοις Plut.)
2) обрушиваться(ἐς τὸ κρᾶτά τινος Soph.)
ἐ. εἰς τέν γαστέρα (sc. τινί) погов. Plut. — брать кого-л. измором3) скакать, прыгать(ἐ., σκιρτᾶν Arph.; εἰς ζέον ὕδωρ Plut.)
4) (тж. ἐ. ποδοῖν τινι Aesch.) досл. попирать, топтать, перен. обижать, оскорблять(ἐ. καὴ ὑβρίζειν Dem.; τῷ περὴ θεῶν λόγῳ Plut.)
-
8 βλόχον
-
9 μώλυσις
A imperfect boiling, parboiling, scalding, simmering, opp. ἕψησις, Arist.Mete. 381a12, al.;ἀπεψία τις ἡ μ. ἐστι Id.GA 776a8
; of rapidly growing cereals, ὥσπερ τὰ ἐπὶ τὸ ζέον ἐμβαλλόμενα τῶν ἑψομένων, οὐδεμίαν.. οὐδὲ κἀκεῖνα λαμβάνει μ., i.e. they 'cook' too suddenly, without 'simmering', Thphr.CP4.9.6. (Written [full] μώλυσις and [full] μώλυνσις in some codd. of Arist.Mete. 379a2, b14, 381a12,22; [full] μόλυνσις in nearly all codd. of Id.Mete. 381b14, GA l.c., Thphr. l.c.; cf. μωλύω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μώλυσις
-
10 ἀζάλη
-
11 βλύζω
Grammatical information: v.Meaning: `bubble. gush forth' (Il.);Other forms: Aor. βλῠ́σαιOrigin: XX [etym. unknown]Etymology: Cf. κλύζω, φλύζω.; βλύω is prob. scondary. Maurice, BSL 82 (1987) 216f, wants to connect φλύω ( οἰνόφλυξ). Partly ononatop.? - Not to Skt. galati `drip', OHG. quellan.Page in Frisk: 1,246Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλύζω
-
12 ζέω
ζέω ptc. ζέων (lit. ‘boil, seethe’ Hom.+; GDI p. 1034 no. 3 [Crete, II B.C.] religious regulation καταχέαι τινὶ ὕδωρ ζέον; pap; Job 32:19; Jos., Bell. 3, 271, Ant. 13, 345; Ath.) fig. of emotions, anger, love, eagerness to do good or evil, to be stirred up emotionally, be enthusiastic/excited/on fire (Trag.; Pla., Rep. 440c; Chariton 1, 5, 1; Plut., Mor. 1088 f; 4 Macc 18:20; Philo, Mos. 2, 280) ζέων τῷ πνεύματι of Apollos before he became a full-fledged member of the Christian community with burning zeal Ac 18:25 (cp. Eunap. p. 82 ζέοντος δαίμονος, i.e. of the orator.—S. also HPreisker, ZNW 30, ’31, 301–4; RStrelan, Paul, Artemis, and the Jews in Ephesus: BZNW 80, ’96, 216–29). The admonition to Christians to be τῷ πνεύματι ζέοντες Ro 12:11 directs them to maintain the spiritual glow (Moffatt).—B. 676. Straub 20. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ζέον — το βλ. ζέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. τού ρ. ζέω*«βράζω»] … Dictionary of Greek
ζέον — το ντος, ζεστό νερό για τη θεία κοινωνία και το σκεύος που χρησιμοποιείται για το ζέσταμα αυτού του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέον — ζέω boil pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ζέω boil pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ζέω boil imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ζέω boil imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Daimon — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Daemon. The Fall of the Damned por: Carol Gerten Jackson. Dáimôn (en griego Δαίμων y en latín Dæmon) es el término utiliz … Wikipedia Español
δημήτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ce. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –οικογένεια των λανθανιδίων– και έχει ατομικό αριθμό 58. Έχει τέσσερα ισότοπα, όλα σταθερά. To δ. είναι αρκετά διαδεδομένο και αποτελεί το 0,0046% του γήινου φλοιού … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
καμισάτοι — καμισᾱτοι, οἱ (Μ) [καμίσιον] εκκλ. στο Βυζάντιο κατώτεροι κληρικοί που φορούσαν καμίσιον* και βοηθούσαν τους ιερείς στην τέλεση της θείας λειτουργίας, φρόντιζαν να φέρνουν ανθρακιά στο θυσιαστήριο, να ετοιμάζουν το «ζέον» για τη θεία κοινωνία … Dictionary of Greek
κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… … Dictionary of Greek
κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… … Dictionary of Greek
λεβητάριο(ν) — το (AM λεβητάριον) [λέβης] εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον αρχ. υποκορ. τού λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο … Dictionary of Greek
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek