-
1 ζάβατος
ζάβατοςto be crossed: masc /fem nom sg -
2 ζάβατος
2 = πίναξ ἰχθυηρός (Paph.), Hsch. (cf. γαβαθόν, καβάθα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζάβατος
-
3 ζάβατον
ζάβατοςto be crossed: masc /fem acc sgζάβατοςto be crossed: neut nom /voc /acc sg -
4 ζαβάτους
ζάβατοςto be crossed: masc /fem acc pl -
5 ζαβάτων
ζάβατοςto be crossed: masc /fem /neut gen pl -
6 γαβαθόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαβαθόν
-
7 διαβατός
A to be crossed or passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt. 4.195:—[dialect] Aeol. [full] ζάβατος, Sapph.158.II [full] διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβατός
-
8 ζάματος
ζάματος,=Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζάματος
-
9 καβαθα
καβαθα (accent dub.), ἡ, prob.= Lat.A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP. 372 No.13; cf.γαβαθόν, ζάβατος 11
. -
10 γάβαθον
Grammatical information: n.Meaning: τρυβλίονOther forms: Also καβαθα (accent unknown; pap. IIIa); also f. sg. (Edict. Diocl.). And ζάβατος πίναξ ἰχθυηρὸς παρὰ Παφίοις H.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Sem.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάβαθον
См. также в других словарях:
ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
ζαβάτος — ζαβᾱτος, ὁ (Μ) [ζάβα] στρατιώτης που φορεί ζάβα, θώρακα, θωρακοφόρος … Dictionary of Greek
ζάβατος — to be crossed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάβατον — ζάβατος to be crossed masc/fem acc sg ζάβατος to be crossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβάτους — ζάβατος to be crossed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβάτων — ζάβατος to be crossed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου. * * * ή, ό και διάβατος, η, ο (AM διαβατός, ή, όν Α και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω] 1. αυτός… … Dictionary of Greek
ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek