-
81 ἀροτρίασις
-εως ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Gn 45,6ploughing, tillage; neol.Cf. HARL 1986a, 290 -
82 ἄρσις
-εως ἡ N 3 0-9-0-1-0=10 2 Sm 11,8; 19,43; 1 Kgs 2,35d.46e; 5,29that which is lifted, burden 2 Sam 11,8; levy, forced labour 1 Kgs 11,28; portion, gift (from the king) 2 Sm 11,8; load 2 Kgs 8,9 -
83 ἀρχιερεύς
-έως + ὁ N 3 1-2-0-0-41=44 Lv 4,3; Jos 22,13;24,33; 1 Ezr 5,40; 9,39high priest Lv 4,3ἀρχιερεὺς μέγας high priest 1 Mc 13,42Cf. HARLÉ 1988, 28; KILPATRICK 1969=1990 234-240; →NIDNTT; TWNT -
84 ἄσκησις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,22exercise, practice -
85 αὔξησις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,16augmentation, amplification, increaseCf. HORSLEY 1982, 78; →NIDNTT -
86 ἀφαίρεσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 3 Mc 1,1; Sir 41,23taking away, removal Sir 41,23; seizure, capture 3 Mc 1,1 -
87 ἄφεσις
-εως + ἡ N 3 31-1-10-3-5=50 Ex 18,2; 23,11; Lv 16,26; 25,10(bis)channel issue (of water) Jl 1,20; remission, the act of sending away (of pers.) Ex 18,2; release of captivity1 Ezr 4,62; cancellation (of a debt) Dt 15,3; letting go, release Lv 16,26τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἄφεσιν ποιήσεις the seventh (year) you shall let (the land) rest Ex 23,11*Ez 47,3 ἀφέσεως of a channel through homoeoph. for MT אפסים anklesCf. SPICQ 1982 83-84; WALTERS 1973, 178; →TWNT -
88 ἄφιξις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 7,18 -
89 βάρις
-εως ἡ N 3 0-1-0-7-1=9 2 Chr 36,19; Ps 44(45),9; 47(48),4.14; Lam 2,5large house, tower, palace 2 Chr 36,19; stronghold (homoeoph. with בירה?) DnTh 8,2Cf. MUNNICH 1983, 78-80; WALTERS 1973 186.304-305; WEBER 1950, 20-32; WILL, E. 1987b, 253-259 -
90 βάσις
-εως + ἡ N 3 59-2-5-1-3=70 Ex 26,19(ter).21(ter)that with which one steps, foot Wis 13,18; base, pedestal, foot Ex 26,19; high place Ez 16,31; foundationWis 4,3Cf. LE BOULLUEC 1989 277-278.370; WEVERS 1990 428.627.629.647 -
91 βεβαίωσις
-εως + ἡ N 3 1-0-0-0-1=2 Lv 25,23; Wis 6,18confirmation, assurance Wis 6,18εἰς βεβαίωσιν in perpetuity Lv 25,23Cf. SPICQ 1978a, 182; →TWNT -
92 βεβήλωσις
-εως ἡ N 3 1-0-0-0-7=8 Lv 21,4; Jdt 4,3.12; 8,21; 3 Mc 1,29profanation; neol. -
93 βελόστασις
-εως ἡ N 3 0-0-4-0-2=6Jer 28(51),27; Ez 4,2; 17,17; 21,27; 1 Mc 6,20artillary emplacement 1 Mc 6,20; engines of war Ez 17,17→LSJ RSuppl -
94 βίωσις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Sir prol.,14way of life; neol. -
95 βόμβησις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Bar 2,29buzzing crowd; neol. -
96 βρῶσις
-εως + ἡ N 3 12-5-9-12-4=42 Gn 1,29.30; 2,9.16; 3,6*Hab 3,17 ἀπὸ βρώσεως from the food, from the pasture-מאכלה/מ for MT מכלה/מ from the foldCf. WALTERS 1973, 73 -
97 γένεσις
-εως + ἡ N 3 20-11-4-4-17=56 Gn 2,4; 5,1; 6,9; 10,1.32generation, offspring Gn 5,1; nativity, birth Gn 31,13; family Ex 6,25ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς the book of the generation of heaven and earth (in the sense of active generation, offspring, i.e. Adam and Eve, see Gn 5,1) or book of the origin (creation) of heaven and earth Gn 2,4; ἡμέρα γενέσεως birthday Gn 40,20see γέννησιςCf. HARL 1986a, 32; LARCHER 1983 201-203.299; →NIDNTT -
98 γέννησις
-εως + ἡ N 3 0-1-0-0-1=2 1 Chr 4,8; Sir 22,3procreation Sir 22,3; progeny, offspring 1 Chr 4,8; see γένεσιςCf. ZIEGLER 1965, 104 -
99 γεῦσις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-1-3=4 DnTh 5,2; Wis 16,2.3.20taste, tasting -
100 γναφεύς
-έως +ὁ N 3 0-1-2-0-0=3 2 Kgs 18,17; Is 7,3; 36,2fuller, cloth-carder, cloth-dresser
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek