-
21 αἴσθησις
-εως + ἡ N 3 1-0-0-22-4=27 Ex 28,3; Prv 1,4.7.22; 2,3*Prv 14,7 ὅπλα δὲ αἰσθήσεως and the weapons of intelligence-דעת וכלי for MT ידעת ובל and you will not knowCf. HAUSPIE 2002, forthcoming; LE BOULLUEC 1989 281-282(Ex 28,3); WEVERS 1990, 445;→NIDNTT; TWNT -
22 αἴτησις
-εως + ἡ N 3 0-3-0-1-0=4 JgsA 8,24; 1 Kgs 2,16.20; Jb 6,8request, demand→NIDNTT -
23 ἀκρόασις
-εως ἡ N 3 0-2-1-1-1=5 1 Kgs 18,26; 2 Kgs 4,31; Is 21,7; Eccl 1,8; Sir 5,11hearing, listening 1 Kgs 18,26; obedience 1 Sm 15,22ἀκρόασαι ἀκρόασιν πολλήν to listen attentively (semit., rendering MT בשׁרב־ק בשׁק יבשׁוהק) Is 21,7 -
24 ἀκρόπολις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-3=3 2 Mc 4,12.28; 5,5citadel, castle -
25 ἁλεεύς
-έως ὁN 3 0-0-3-0-0=3 Is 19,8; Jer 16,16; Ez 47,10fisherman; see ἁλιεύς -
26 ἁλιεύς
-έως + ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 40,31Cf. HORSLEY 1983, 18-19; MILLIGAN 1910 =1980 34 -
27 ἀλλοίωσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-2=3 Ps 76(77),11; Sir 37,17; 43,8alteration, change, changing Sir 37,17 -
28 ἀλλοτρίωσις
-εως ἡ N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 17,17; Neh 13,30estrangement Neh 13,30μὴ γενηθῇς μοι εἰς ἀλλοτρίωσιν do not be a hostile stranger to me Jer 17,17 -
29 ἅλυσις
-
30 ἅλωσις
-εως + ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 27(50),46 -
31 ἄμελξις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 20,17 -
32 ἀμφίασις
-εως ἡ N 3 0-0-0-3-0=3 Jb 22,6; 24,7; 38,9garment, clothing; neol. -
33 ἀμφιβολεύς
-έως ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 19,8fisherman, angler; neol. -
34 ἀνάβασις
-εως ἡ N 3 1-17-4-8-9=39 Nm 34,4; Jos 10,10; 18,17; JgsA 8,13; 11,13*JgsA 8,13 ἀπὸ ἀναβάσεως from the ascent-מעלה/מ for MT מלמעלה from above; *Ez 47,12 ἀνάβασις -
35 ἀναβίωσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 7,9return to life, resurrection; neol.→NIDNTT -
36 ἀνάβλεψις
-εως + ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 61,1recovery of sight; neol.? -
37 ἀνάγνωσις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-1-3=4 Neh 8,8; 1 Ezr 9,48; Sir prol.,10.17(public) reading Neh 8,8τὴν ἀνάγνωσιν ποιεῖσθαι to read Sir prol.,17 Cf. SPICQ 1978a, 81-82; →NIDNTT; TWNT -
38 ἀνάδειξις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 43,6showing, declarationCf. BICKERMAN 1950=1980 1-6; SPICQ 1982, 38-39; →NIDNTT; TWNT -
39 ἀνάδυσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 19,7 -
40 ἀναίρεσις
-εως + ἡ N 3 1-1-0-0-2=4 Nm 11,15; JgsB 15,17; Jdt 15,4; 2 Mc 5,13destruction, slaying, putting to death Nm 11,15; taking up, elevation JgsB 15,17
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek