-
101 подкидной
επ.1. της ρίψης, για ρίψη.2. ρι-χνόμενος κρυφά•-ые письма γράμματα ριχνόμένα κρυφά.
|| αναρριχνόμενος.3. ουσ. είδος χαρτοπαίγνιου.εκφρ.подкидной дурак ή -ые дураки – είδος χαρτοπαίγνιου. -
102 расстегай
-я α.είδος τηγανίτας με παραγέμισμα. || παλαιό είδος σαραφανιού. -
103 рогатка
-и θ.1. φράγμα, φραγμός. || κυρίως πλθ. -и εμπόδια, προσκόμματα.2. είδος μεγάλης λαιμαριάς. || παλ. είδος λαιμαριάς με εσωτερικές αιχμές (για τιμωρία ανθρώπων).3. φούρκα, λάστιχο (παιδικό θηρευτικό όργανο). -
104 ружьё
-я, πλθ. ружья, -жей, -жьямουδ. όπλο, τουφέκι•охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•
двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•
стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•
зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,
εκφρ.в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•поставить под ружьё – παλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό). -
105 сатир
-а α.1. σάτυρος (συνοδός του θεού-Διόνυσου). || μτφ. άνθρωπος, ερωτοπαθής, θηλυμανής• ασελγής.2. είδος μεγάλης πεταλούδας.3. είδος όρνιθας των Ινδιών. -
106 смолёвка
-и θ.1. είδος γαρουφαλιάς.2. είδος κανθάρου των κωνοφόρων δέντρων. -
107 сфинкс
-а α.1. Σφιγξ, Σφίγγα.2. κάθε τι αινιγματώδες.3. είδος πιθήκου.4. είδος πεταλούδας. -
108 терпуг
-
109 тесак
-а α.1. είδος ξίφους.2. πελέκι, είδος μικρού τσεκουριού. -
110 торшон
-а α.1. είδος βαμπακερού υφάσματος.2. είδος αδρού χαρτιού. -
111 финка
-
112 хром
-а α.χρώμιο (χημ. στοιχείο). || είδος δέρματος (επεξεργασμένο με χρώμιο)• είδος κίτρινου χρώματος. -
113 чернушка
-и θ.1. βατραχοειδή φυτά καθώς και και τα σπέρματα τους.2. είδος φαγώσιμου μανιταριού.3. είδος κίσσας.4. γυναίκα μελαχροινή• μαυρομαλούσα και μαυρομάτα. -
114 шиншилла
-ы θ.1. είδος τρωκτικού.2. είδος κουνελιού. -
115 шугай
-я α. παλ.είδος ζακέτας. || είδος σαραφανιού. -
116 δέμας
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse,νεκρὸν δ. Batr.106
, cf. S.Ant. 205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801;ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116
;δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305
;δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14
;οὐ.. ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115
, cf. Od.5.212;δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376
, cf. Od.18.251;χαρίεσσα δέμας Hes.Th. 260
;Κλύμενον.. ἀμώμητον δ. B.5.147
: nom. in later poets, as S.OC 110, 501, etc.: dat.δέμαϊ Pi.Pae.6.80
.2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42;κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84
;οἰκετῶν δ. S.Tr. 908
;Ἡράκλειον δ. E.HF 1037
(lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς.. δ., i.e. bread, E.Hipp. 138: in later [dialect] Ep.,ὕλης δ. Orph.L. 238
.3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10.II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366. -
117 κατακλείς
κατα-κλείς, εῖδος, or [full] κατάκλεις, ειδος, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [suff] κατα-κληΐς, ηῖδος, ἡ,A instrument for shutting or fastening doors, distd. from the bolt ([etym.] μοχλός ) and bolt-pin ([etym.] βάλανος), Ar.V. 154, IG11(2).158A 65 (Delos, iii B.C., pl.); αἱ κ. τῶν ἀξόνων linch-pins, prob.l.in D.S.17.53.3 κατακληΐς βελέμνων case for arrows, quiver, Call.Dian.82; cap or case fitted to an engine, Bito 59.3; also, socket for the arrow in the γαστραφέτης, Id.62.9.4 pl., locks on a canal, PPetr.2p.43 (iii B.C.).II = ἀκρώμιον, Heliod. ap. Orib.48.48.1, Sor.2.62, Gal.2.766.2 first rib, Id.18(2).956.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλείς
-
118 κατελέγχω
A convict of falsehood, belie, , cf. Tyrt.10.9 (tm.);ἔργῳ οὐ κατ' εἶδος ἐλέγχων Pi. O.8.19
:—[voice] Pass., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατελέγχω
-
119 μεταπίπτω
A fall differently, undergo a change,a in form, Heraclit.88, Meliss.8, Pl.Cra. 440a, etc.;πολλαχῶς μ. Diog.Apoll.2
;μ. τὸ εἶδος Hdt.6.61
;μ. εἰς ἄλλο εἶδος Pl.Cra. 440b
;ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον Luc.Philops.2
: Gramm.,τὸ ᾱ μ. εἰς τὸ ο ¯ A.D.Adv.188.25
; fall into disrepair, PSI4.444.3 (iii B. C.).b in mind, change one's opinion suddenly, ;ἐξ ἐχθίστου μ. Ar.Av. 627
: abs., Isoc.9.50, Plb.5.49.7, PRyl.118.4 (i B. C.); alsoμ. εἰς τἀναντία τῆς γνώμης Plb.21.7.7
.2 of place, migrate, be transferred, Arist. Mete. 360b18, al.; of votes, , cf. Aeschin.3.252; but ὀστράκου μεταπεσόντος on the fall of the sherd with the other side uppermost, prov., of a sudden change (borrowed from the game ὀστρακίνδα), Pl.Phdr. 241b, cf. Sch.3 of conditions, circumstances, etc.,μεταπίπτοντος δαίμονος E.Alc. 913
(anap.);μ. ἄνω κάτω Pl.Grg. 493a
;τοὐναντίον μεταπέπτωκεν Id.Tht. 162d
;τὰ μὲν [πάθη] ταχὺ μεταπίπτειν εἴθισται D.26.18
;τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μ. ταχύ Men.Georg.Fr.2
; freq. of political changes, undergo revolution, Th.8.68, Pl.Ep. 325a; μετεπεπτώκει τὰ πράγματα a revolution had taken place, Lys.20.14; ; also : generally, change for the worse,ἐξ εὐπορίης εἰς πενίην Democr.101
;εἰς δουλείαν Lycurg.50
;ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Arist. Po. 1453a2
; also, for the better,μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Lycurg.60
; ;τοῦ πυκνὰ μεταπίπτοντος κριτηρίου Epicur.Fr. 230
; of a person, to be variable,μ. καὶ μεταρριπίζεσθαι Arr. Epict.1.4.19
.b μεταπίπτοντες λόγοι fallacies due to a change in meaning of terms, ib.1.7.1; συλλογισμοὶ μ. ib.2.17.27.II c. gen. rei, fall from, fail of.., .III of property, to be transferred,εἴς τινα ἐξ ὀνόματός τινος Stud.Pal.4.114.14
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπίπτω
-
120 πολύειδος
2 Adj. -ειδος, ον, = πολυειδής 1, Zos.Alch.p.113 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύειδος
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона